μναστήρ

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μναστήρ Medium diacritics: μναστήρ Low diacritics: μναστήρ Capitals: ΜΝΑΣΤΗΡ
Transliteration A: mnastḗr Transliteration B: mnastēr Transliteration C: mnastir Beta Code: mnasth/r

English (LSJ)

μνάστειρα, μνᾶστις, v. μνηστ-. μνέα, v. μνᾶ.

German (Pape)

[Seite 194] ὁ, u. μνάστειρα, ἡ, dor, = μνηστήρ u. μνήστειρα. Bei Hesych. auch ein Monatsname.

Greek (Liddell-Scott)

μναστήρ: ὁ, θηλ. μνάστειρα καὶ μνᾶστις, ἡ, Δωρ. ἀντὶ μνηστήρ.

English (Slater)

μναστήρ (-ήρ, -ῆρ(α), -ῆρες, -ῆρας.)
   a courting ἄνδρας ὀλέσαις μναστῆρας suitors (O. 1.80) pro subs., ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν, Ἀνταίου μετὰ καλλίκομον μναστῆρες ἀγακλέα κούραν (P. 9.106) met., c. gen., ὤπασε δὲ Κρονίων πολέμου μναστῆρά οἱ χαλκεντέος λαὸν ἵππαιχμον in love with (N. 1.16)
   b incentive for, summons to c. gen. (v. E. Fraenkel, Nom. ag., I 153̆{6}) κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον, εὐκλεᾶ λαοσσόων μναστῆρ' ἀγώνων (P. 12.24) μναστὴρ στεφάνων (sc. ἀγών) fr. 20, cf. fr. 19. f. adj., ὅστις ἐὼν καλὸς εἶχεν Ἀφροδίτας εὐθρόνου μνάστειραν ἁδίσταν ὀπώραν (τὴν μνήμην ἐμποιοῦσαν τῆς Ἀφροδίτας. Σ.) (I. 2.5)

Greek Monolingual

μναστήρ, ο, θηλ. μνάστειρα (Α)
(δωρ. τ.) βλ. μνηστήρας.

Greek Monotonic

μναστήρ: ὁ, θηλ. μνάστειρα, μνᾶστις, Δωρ. αντί μνηστ-.