μουρμουρίζω

From LSJ

κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)

Source

Greek Monolingual

μουρμουρίζω)
1. λέγω κάτι σιγά και συγκεχυμένα, μέσα από τα δόντια μου, ψιθυρίζω
2. μεμψιμοιρώ, παραπονιέμαι, γκρινιάζω
νεοελλ.
1. (για ροή νερού) παράγω ήχο υπόκωφο και συνεχή
2. προμηνύω («ταραχής η θάλασσα μαντάτο μουρμουρίζει», Σταθ.)
μσν.
φρ. «μουρμουρίζω το γουί» — θρηνώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μορμυρίζω με κώφωση του -ο- σε -- και αφομοιωτική τροπή του -υ- σε -ου-].