μυρώνω

From LSJ

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ μυρῶ, -όω, Μ και μυρώνω) μύρον
αλείφω ή ραντίζω κάποιον ή κάτι με μύρο, αρωματίζω
νεοελλ.
1. αναδίδω ευωδιά, ευωδιάζω («τα λουλούδια και τα χορτάρια της γης εμύρωναν το λεπτό αυγερινό αεράκι», Κρυστ.)
2. παροιμ. «το βαφτίζω, το μυρώνω, άρα ζήσει, άρα μη ζήσει» — λέγεται για αυτούς που τυπικά εκτελούν κάτι από επαγγελματική υποχρέωση ή κατ' εντολήν άλλων, αδιαφορώντας για τα περαιτέρω
3. φρ. «βαφτισμένο, μυρωμένο, του Θεού παραδομένο» — λέγεται για να δηλώσει ότι το βαφτισμένο βρέφος εισήλθε πλέον ως τέλειος χριστιανός στους κόλπους της Εκκλησίας
4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μυρωμένος, -η, -ο
α) αυτός που αναδίδει ευωδιά, ευώδης, αρωματισμένος
β) εκκλ. αυτός που έγινε χριστιανός με βάπτισμα και με την επίχριση με άγιο μύρο
(νεοελλ.-μσν.) εκκλ. αλείφω με άγιο μύρο τον βαπτιζόμενο ή επιχρίω σταυροειδώς με αγιασμένο λάδι το μέτωπο τών πιστών κατά το ευχέλαιο.