ολέκω
From LSJ
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
Greek Monolingual
ὀλέκω και ὀλέσκω (ΑΜ)
1. (συν. για πρόσ.) επιφέρω όλεθρο, καταστρέφω, αφανίζω, εξολοθρεύω («oἱ δ' αλλήλους ὀλέκουσιν», Ομ. Ιλ.)
2. φονεύω
3. παθ. ὀλέκομαι
(ιδίως σχετικά με βίαιο θάνατο) πεθαίνω, χάνομαι, αφανίζομαι («ὀλέκομαι πνεύματι φερόμενος, δέομαι ταφῆς», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. θ. ολε- (βλ. λ. ὄλλυμι) με παρέκταση -κ-, πρβλ. διώκω, ἐρύκω. Ο τ. ὀλέσκω < θ. ολε- + επίθημα -σκω (πρβλ. διδάσκω)].