οἰστράω
τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion
English (LSJ)
or οἰστρέω, the former in Pl. (v. infr.), Arist.HA602a26, Men. (v. infr.), the latter in Theoc.6.28, Luc.Asin.33: A fut. -ήσω Gp. 17.5.3: aor. οἴστρησα (Elmsl. ᾤστρησα) E.Ba.32, cf. Choerob. in Theod. 2.50 H.; part. οἰστρήσας (v. infr.):—Pass. (v. infr.):—sting. prop. of the gadfly (οἶστρος): hence, metaph., sting to madness, αὐτὰς ἐκ δόμων ᾤστρησα I drove them raging out of the house, E.l.c.: —Pass., οἰστρηθείς driven mad, S.Tr.653, E.Ba.119 (both lyr.); of sexual passion, οἰστρημένος ὑπὸ τοῦ ἔρωτος Iamb.VP31.195; εἰς μεῖξιν Ael.NA15.9, cf. Luc.Asin.33.
II intr., go mad, rage, of Io driven by the gadfly, οἰστρήσασα in frenzy, frantically, A.Pr.836; of Menelaus, καθ' Ἑλλάδ' οἰστρήσας E.IA77; of the tunny when attacked by the οἶστρος (1.2), Arist.HA602a26, cf. 598a18: metaph., ἡ ψυχὴ οἰστρᾷ καὶ ὀδυνᾶται Pl.Phdr.251d, cf. R.573e; τοῖς οἰστρῶσιν Id.Tht.179e; οἰστρῶντι πόθῳ Men.312.
French (Bailly abrégé)
οἰστρῶ :
f. οἰστρήσω, ao. ᾤστρησα, pf. inus.
Pass. part. ao. οἰστρηθείς et pf. οἰστρημένος;
1 intr. être saisi d'un transport de fureur, de passion, etc.
2 tr. piquer comme pique le taon, aiguillonner ; Pass. être piqué, aiguillonné, saisi d'un transport.
Étymologie: οἶστρος.
German (Pape)
ion. οἰστρέω,
1 eigtl. von der Bremse, durch den Stich das Vieh wild machen, in Wut versetzen, Vetera Lexica οἰστρηλατεῖν, ἐκμαίνειν; übertragen, anstacheln, reizen, bes. in heftige Leidenschaft, Wut versetzen, Ἄρης οἰστρηθείς, Soph. Trach. 650; αὐτὰς ἐκ δόμων οἴστρησ' ἐγὼ μανίαις, Eur. Bacch. 32; οἰστρηθεὶς Διονύσῳ, 119; ὑπ' ἔρωτος οἰστρηθείς, Agath. 41 (Plan. 80).
2 intr., von Tieren, durch den Stich oder das Gesumme der Bremsen (οἶστρος) unruhig, wild werden; πολλοὶ ἁλίσκονται διὰ τὸ οἰστρᾶν, Arist. H.A. 8.15; und übertragen, in heftige Leidenschaft geraten, außer sich geraten, rasen, οἰστρήσασα τὴν κέλευθον ᾖξας, Aesch. Prom. 838; Eur. I.A. 77; und in Prosa, κεντουμένη κύκλῳ ἡ ψυχὴ οἰστρᾷ, Plat. Phaedr. 251d; Theaet. 179e; Sp.
Russian (Dvoretsky)
οἰστράω:
1 колоть жалом, жалить Arst.;
2 раздражать, приводить в бешенство (Ἄρης οἰστρηθείς Soph.);
3 приводить в исступление (οἰστρηθεὶς Διονύσῳ Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰστράω: ἢ -έω, τὸ πρῶτον παρὰ Πλάτ. (ἴδε κατωτ.), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 11, Μένανδ. (ἴδε κατωτ.), τὸ δεύτερον ἐν Λουκ. Ὄν. 33, (ἐν Θεοκρ. 6. 28, ὁ Ἕρμανν. διορθοῖ οἰστρῇ Δωρ. ἀντὶ οἰστρεῖ)· ― μέλλ. -ήσω Θεοδωρίδας παρ’ Ἀθην. 302C: ― ἀόρ. οἴστρησα (Pors καὶ Elms ᾤστρησα) Εὐρ. Βάκχ. 32, πρβλ. Διοδ. εἰς Σοφ. Τρ. 268, Χοιροβ. 2. 908: μετοχ. οἰστρήσας ἴδε κατωτ. ― Παθ., ἴδε κατωτ. Κεντῶ, κυρίως ἐπὶ τοῦ ἐντόμου οἴστρου, καὶ ἀκολούθως μεταφορ., ἐμβάλλω εἰς μανίαν, αὐτὰς ἐκ δόμων οἴστρησα. ἐμβαλὼν εἰς αυτὰς μανιώδη οἶστρον ἔκαμα νὰ καταλίπωσι τὰς οἰκίας καὶ νὰ ἀπέλθωσιν, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· καὶ ἐν τῷ παθ., οἰστρηθείς. παραφρονήσας, ἀχθεὶς εἰς μανίαν, Σοφ. Τρ. 653, Εὐρ. Βάκχ. 119· ἐπὶ γενετησίου ὁρμῆς ἢ ἐρωτικοῦ πάθους, οἰστρημένος ὑπὸ τοῦ ἔρωτος Ἰάμβλ. ἐν βίῳ Πυθαγ. 195· εἰς μῖξιν Αἰλ. π. Ζ. 15. 9, πρβλ. Λουκ. Ὄν. 33. ΙΙ. ἀμεταβ., σχεδὸν ὡς τὸ παθ., κυριεύομαι ὑπὸ μανίας, μαίνομαι ἐπὶ τῆς Ἰοῦς καταληφθείσης ὑπὸ τοῦ ἐντόμου οἴστρου, οἰστρήσασα Αἰσχύλ. Πρ. 836· ἐπὶ τοῦ Μενελάου, καθ’ Ἑλλάδ’ οἰστρήσας Εὐρ. Ι. Α. 77· ἐπὶ τοῦ ἰχθύος θύννου προσβαλλομένου ὑπὸ τοῦ οἴστρου (σημασ. Ι. 2), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 11, πρβλ. 6. 17, 3· μεταφορ., ἡ ψυχὴ οἰστρᾷ καὶ ὀδυνᾶται Πλάτ Φαῖδρ. 251D, πρβλ. Πολ. 573Α. Ε· τοῖς οἰστρῶσιν ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 179Ε· οἰστρῶντι πόθῳ Μένανδρ. ἐν «Λευκαδίᾳ» 1. 3.
Greek Monotonic
οἰστράω: ή -έω, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ᾤστρησα ή οἴστρησα — Παθ., μτχ. αορ. αʹ οἰστρηθείς (οἶστρος)·
I. τσιμπώ, κεντρίζω, κυρίως λέγεται για έντομο· μεταφ., μολύνω με το μικρόβιο της τρέλας, αὐτὰς ἐκ δόμων οἴστρησα, τις οδήγησα στην τρέλα και τις έκανα να βγουν και να φύγουν από το σπίτι, σε Ευρ. — Παθ., οἰστρηθείς, αυτός που έχει παραφρονήσει, σε Σοφ. ΙI. αμτβ., σαν το Παθ., με τσίμπησε μύγα, μυγιάζομαι, οδηγούμαι στην τρέλα, οἰστρήσασα, σε κατάσταση φρενίτιδας, μανιωδώς, σε Αισχύλ.· λέγεται για τον Μενέλαο, σε Ευρ.· ἡ ψυχὴ οἰστρᾷ, σε Πλάτ.
Middle Liddell
οἶστρος
I. to sting, properly of the gadfly; then metaph. to sting to madness, αὐτὰς ἐκ δόμων οἴστρησα I drave them raging out of the house, Eur.:—Pass., οἰστρηθείς driven mad, Soph.
II. intr. like Pass. to be driven by the gadfly, driven mad, οἰστρήσασα in frenzy, frantically, Aesch.; of Menelaus, Eur.; ἡ ψυχὴ οἰστρᾶι Plat.