οὐδαμόθι

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐδᾰμόθῐ Medium diacritics: οὐδαμόθι Low diacritics: ουδαμόθι Capitals: ΟΥΔΑΜΟΘΙ
Transliteration A: oudamóthi Transliteration B: oudamothi Transliteration C: oudamothi Beta Code: ou)damo/qi

English (LSJ)

Ion. for οὐδαμοῦ, nowhere, in no place, Hdt.7.49; οὐ. ἑτέρωθι Id.3.113: c. gen., οὐ. πάσης τῆς Εὐρώπης Id.7.126.

German (Pape)

[Seite 408] dem πόθι entsprechend, an keinem Orte, nirgends; οὐδαμόθι ἑτέρωθι, Her. 3, 113; c. gen., 7, 126; ion. = οὐδαμοῦ.

French (Bailly abrégé)

adv.
ion. c. οὐδαμοῦ.
Étymologie: οὐδαμός, -θι.

Russian (Dvoretsky)

οὐδᾰμόθῐ: adv. ион. = οὐδαμοῦ.

Greek (Liddell-Scott)

οὐδᾰμόθῐ: Ἰων. ἀντὶ οὐδαμοῦ, ἐν οὐδενὶ τόπῳ, «πουθενά», Ἡρόδ. 7. 49· ἑτέρωθι οὐδαμόθι 3. 113· μετὰ γενικ., οὐδ. τῆς Εὐρώπης 7. 126.

Greek Monolingual

οὐδαμόθι (Α)
ιων. τ. επίρρ. σε κανένα μέροςοὐδαμόθι πάσης τῆς Εὐρώπης», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. -θι (πρβλ. μηδαμόθι)].

Greek Monotonic

οὐδᾰμόθῐ: Ιων. αντί οὐδαμοῦ, πουθενά, σε κανέναν τόπο, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

[ionic for οὐδαμου]
nowhere, in no place, Hdt.