παλιλλογέω
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
English (LSJ)
repeat, recapitulate, ὥς οἱ ἐπαλιλλόγητο [τὸ πρῆγμα] Hdt.1.118, cf. 90, Arist. Rh.Al.1433b31, Phld.Po.5.26, Ph.2.358, J.AJ17.5.5, App.Mith.14, Simp.in Ph.1159.4.
German (Pape)
[Seite 448] wiederum sagen, wiederholen; ὥς οἱ ἐπαλιλλόγητο, Her. 1, 118; Arist. rhet. ad Alex. 1, 21 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
παλιλλογῶ :
redire.
Étymologie: παλίλλογος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλιλλογέω [πάλιν, λέγω] ook med., herhalen, opnieuw vertellen.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλιλλογέω: сызнова говорить, повторять (ἐν κεφαλαίοις Arst.; τινι Her.).
Greek Monotonic
πᾰλιλλογέω: λέω ξανά, επαναλαμβάνω, ανακεφαλαιώνω, γʹ ενικ. Παθ. υπερσ. ἐπαλιλλόγητο, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιλλογέω: λέγω πάλιν, ἐπαναλαμβάνω, ἀνακεφαλαιῶ, ὥς οἱ ἐπαλιλλόγητο [τὸ πρῆγμα] Ἡρόδ. 1. 118, ἴδε ἐπανηλογέω, καὶ πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλεξ. 21, 1, Ἀππ. Μιθρ. 14.
Middle Liddell
πᾰλιλλογέω, [from πᾰλίλλογος]
to say again, repeat, recapitulate, 3rd sg. plup. pass. ἐπαλιλλόγητο Hdt.