πανικός
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
German (Pape)
[Seite 460] vom Pan herrührend, Sp.; bes. π. θόρυβος, π. ταραχαί, π. δεῖμα u. dgl., ein panischer Schreck, d. i. ein plötzlicher Schreck, dessen Ursache nicht sogleich deutlich ist.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πανικός, -ή, -όν, ΝΜΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεό Πάνα
2. (για φόβο) αυτός που προέρχεται από τον Πάνα («θόρυβος ὁ καλούμενος πανικός», Διόδ. Σικ.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο πανικός
α) έντονος φόβος, τρόμος εξαιτίας υπαρκτού ή αναμενόμενου κινδύνου, που καταλαμβάνει άτομο ή ομάδα ατόμων, παραλύει κάθε ψυχική λειτουργία και έχει χαρακτηριστικό γνώρισμα την ορμητική και παράλογη αντίδραση και την άτακτη φυγή
β) συνεκδ. η αναταραχή που προκαλεί τέτοιου είδους έντονο φόβο, ιδίως στους κύκλους τών χρηματιστηρίων, η ραγδαία υποτίμηση τών διαφόρων αξιών, το κραχ
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πανικόν
ο έντονος φόβος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πανικά
ήχοι που ακούγονταν κατά τη διάρκεια της νύχτας στα όρη και στις κοιλάδες και αποδίδονταν στον Πάνα, τον οποίο θεωρούσαν αίτιο του αιφνίδιου και αβάσιμου φόβου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πάν. Η λ., από την ελληνιστική εποχή, χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει τον φόβο, την ταραχή που προκαλούσε στα ποίμνια η εμφάνιση του θεού].