παρόρμησις
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
παρορμήσεως, ἡ, urging on, incitement, εἴς τι X.Eq.Mag.1.25, v.l. in Cyr.1.6.19, cf. Plb. 6.39.8, Phld.Mus.p.98 K., Andronic. Rhod.p.572 M.; ἐπί τι Iamb. Protr.5; τινος ib.1 (pl.).
German (Pape)
[Seite 527] ἡ, das Treiben, Ermuntern, εἴς τι, Xen. Hipparch. 1, 25; Pol. 6, 39, 8 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d'exciter, de stimuler, incitation.
Étymologie: παρορμέω.
Russian (Dvoretsky)
παρόρμησις: εως ἡ поощрение, побуждение (εἴς τι Xen., Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
παρόρμησις: ἡ, παρακίνησις, προτροπή, εἴς τι Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 25, διάφορ. γραφὴ ἐν Κύρ. 1. 6, 19, Πολυβ. 6. 39, 8.
Greek Monotonic
παρόρμησις: ἡ (παρορμάω), προτροπή, παρώθηση, σε Ξεν.
Middle Liddell
παρόρμησις, εως, παρορμάω
incitement, Xen.