πλησίασμα

From LSJ

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλησίασμα Medium diacritics: πλησίασμα Low diacritics: πλησίασμα Capitals: ΠΛΗΣΙΑΣΜΑ
Transliteration A: plēsíasma Transliteration B: plēsiasma Transliteration C: plisiasma Beta Code: plhsi/asma

English (LSJ)

-ατος, τό, impregnation, f.l. for πλῆσμα, Arist.HA577a30.

German (Pape)

[Seite 635] τό, = Folgdm, v.l. Arist. H. A. 6, 23.

Greek (Liddell-Scott)

πλησίασμα: τό, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ πλῆσμα.

Greek Monolingual

το, ΝΑ πλησιάζω
η πράξη και το αποτέλεσμα του πλησιάζω, προσέγγιση, ζύγωμα, σίμωμα
νεοελλ.
1. συναναστροφή
2. ερωτικό σμίξιμο, συνουσία
3. (σχετικά με χρόνο) το να κοντεύει κάτι, να πλησιάζει η ώρα του
4. το να είναι κάτι παραπλήσιο με κάτι άλλο, ομοιότητα.