πρόσκληση

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

Greek Monolingual

η / πρόσκλησις, -ήσεως, ΝΑ προσκαλῶ
κλήτευση διαδίκου ή μάρτυρα στο δικαστήριο («καὶ μοὶ ἀνάγνωθι τὸν νόμον, καθ' ὃν ἡ πρόσκλησις ἐστι παρὰ τοῦ ἔχοντος τὸν κλήρον», Δημοσθ.)
νεοελλ.
1. κλήση, κάλεσμα (α. «πρόσκληση σε χορό» β. «πρόσκληση σε γάμο»)
2. το έγγραφο ή δελτίο με το οποίο προσκαλείται κάποιος κάπου, προσκλητήριο («έλαβαν επίσημη πρόσκληση για τη χοροεσπερίδα που δίνει ο δήμος»)
3. δελτίο που επιτρέπει την δωρεάν είσοδο σε δημόσιο θέαμα ή ακρόαμα («έχω πρόσκληση για την αποψινή παράσταση»)
4. στρ. κοινός χαρακτηρισμός της εγκυκλίου του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας με την οποία καλούνται πολίτες να υπηρετήσουν τη θητεία τους («μελετάται η πρόσκληση τών αγύμναστων εφέδρων»)
5. (νομ.) γραπτή τυπική πράξη με την οποία καλείται φυσικό ή νομικό πρόσωπο να τηρήσει τις συμβατικές ή τις νομικές υποχρεώσεις του, με την υπόμνηση ότι, αλλιώς, ο καλών θα κινήσει τη νόμιμη διαδικασία κατασφαλίσεως τών δικαιωμάτων του, πράξη που απευθύνεται ενώπιον παντός δικαστηρίου και επιδίδεται στον παραλήπτη με δικαστικό επιμελητή
6. φρ. «εξώδικη πρόσκληση» γραπτή πρόσκληση που κοινοποιείται με δικαστικό κλητήρα
αρχ.
1. κάλεσμα σε αγώνα ή μονομαχία
2. (σχετικά με κακό) πειρασμός.

Translations

invitation

Ambonese Malay: not; Arabic: دَعْوَة‎; Armenian: հրավեր; Azerbaijani: dəvət, çağırış; Basque: gonbidapen, gonbit; Belarusian: запрашэнне; Bengali: নিমন্ত্রণ, দাওয়াত; Bulgarian: покана; Chinese Cantonese: 邀請/邀请; Mandarin: 邀請/邀请; Czech: pozvání; Dutch: uitnodiging; Finnish: kutsu, kutsuminen; French: invitation; German: Einladung, Einladen; Gothic: 𐌻𐌰𐌸𐍉𐌽𐍃; Greek: πρόσκληση, κάλεσμα; Ancient Greek: κλῆσις, πρόκλησις, πρόσκλησις; Hebrew: הזמנה‎; Hindi: निमंत्रण; Hungarian: meghívás; Italian: invito; Japanese: 招待, 招き, 誘い; Kapampangan: agkat; Kazakh: шақыру; Korean: 초대; Latin: invitatio; Laz: ჭანდა; Lithuanian: kvietimas; Malay: jemputan; Maori: pōwhiritanga; Ngazidja Comorian: mlaliko; Norwegian Bokmål: invitasjon; Nynorsk: invitasjon; Old English: laþung; Old Norse: lǫð; Oromo: waamicha; Polish: zaproszenie; Portuguese: convite, invitação; Russian: приглашение; Scottish Gaelic: cuireadh; Spanish: invitación; Swedish: inbjudning; Tagalog: aya; Tocharian B: kākalñe; Turkish: davet; Ukrainian: запрошення; Vietnamese: lời mời