σικυών
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
English (LSJ)
ῶνος, ὁ,
A cucumber-bed, Eust.291.36, etc.
II as pr. n. Σῐκῠών, ῶνος, ἡ, Sicyon, Pi.N.9.53, etc.; also ὁ, X.HG4.2.14, 7.2.11; gender indeterm. in Il.2.572, 23.299; as adjective, γῆ Σ. Arist. Fr.640.26:—regul. Adj. Σῐκῠώνιος, α, ον, Sicyonian, Th.1.28, etc.; Σ. ἔλαιον Sicyonian olive oil, Dsc.1.30, Gal.11.739 (but σικυώνιον ἔλαιον oil of σίκυς, Aët.1.122, Alex.Trall.Febr.3, Paul.Aeg.3.77, 7.20); Σῐκῠωνικός or σῐκῠ-ιακός, ή, όν, Callix.2, Ath.6.271d.—Adv. Σῐκῠώνοθε, of or from Sicyon, Pi.N.9.1.—The people themselves called their town Σεκυών, A.D.Adv.144.20, cf. Σεκυώνιοι GDI2581.273 (Delph., ii B.C.); its oldest name was Αἰγιαλεῖς and then Μηκώνη, acc. to Str. 8.6.25.
German (Pape)
[Seite 881] ῶνος, ὁ, ein mit Pfeben oder Gurken bepflanzter Ort, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σῐκυών: -ῶνος, ὁ, (σικύα, σίκυος) μέρος κήπου ἐν ᾧ φύονται ἀγγούρια, Εὐστ. 291. 36, κτλ. ΙΙ. ὡς κύριον ὄνομα Σῐκυών, -ῶνος, ἡ, ἡ πόλις ἡ ἐν Σικυωνίᾳ τῆς Πελοποννήσου, Ἰλ. Β. 572, Πίνδ., κλπ.· ὡσαύτως ὁ, Ξεν. Ἑλλ. 4. 2. 14., 7. 2, 11, πρβλ. Schweigh. εἰς Ἀθήν. 629Α· ἀκολούθως ὡς ἐπίθετ., γῆ Σικ. Ἀνθ. Π. παράρτ. 9. 60. - ὁμαλ. ἐπίθετ. ἐθνικὸν Σῐκυώνιος, α, ον, κάτοικος τῆς Σικυῶνος, Θουκ. 1. 28, κτλ.· Σικυωνικός ἢ -ιακός, ή, όν, Ἀθήν. 196Ε, 271D, κτλ. - Ἐπίρρ. Σῐκυωνόθε, ἐκ Σικυῶνος, Πινδ. Ν. 9. 2. - Οἱ Σικυώνιοι ἐκάλουν τὴν ἑαυτῶν πόλιν Σεκυών, Α. Β. 555· τὸ ἀρχαιότατον τῆς πόλεως ὄνομα ἦτο Μηκώνη, Στράβ. 382.