σκηνοποιός
Δύσμορφος εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός → Turpi forma esse malim, quam pulcher malus → Ach, wär ich lieber missgeformt als schön und schlecht
English (LSJ)
ὁ,
A tentmaker, Act.Ap.18.3.
II maker of stage-properties, Com.Adesp.98.
III (σκῆνος ΙΙ) making bodies, Herm. ap. Stob.1.49.69.
German (Pape)
[Seite 895] Zelte, Hütten, Lauben machend; com. bei Poll. 7, 189; N.T.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
I. adj. qui construit des tentes, des abris, des couvertures en parl. de la nature;
II. subst. 1 constructeur de tentes;
2 machiniste, mécanicien;
NT: fabricant de toiles (tentes, voiles de navire…).
Étymologie: σκηνή, ποιέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκηνοποιός -ου, ὁ [σκηνή, ποιέω] tentenmaker. NT Act. Ap. 18.3.
Russian (Dvoretsky)
σκηνοποιός: ὁ палаточный мастер NT.
English (Strong)
from σκηνή and ποιέω; a manufacturer of tents: tent-maker.
English (Thayer)
σκηνοποιου, ὁ (σκηνή and ποιέω), a tent-real'cf, equivalent to σκηνορραφος (Aelian v. h. 2,1); one that made small portable tents, of leather or cloth of goats' hair (Latin cilicium) or linen, for the use of travellers: Schmidt in Herzog edition 2vol. xi., p. 359f).
Greek Monolingual
(I)
ο, ΝΑ
κατασκευαστής σκηνών, άτομο που έχει ως επάγγελμά του την κατασκευή σκηνών
αρχ.
1. κατασκευαστής πραγμάτων που ανήκουν στη σκηνή θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + -ποιός].
(II)
ὁ, Α
κατασκευαστής σκήνους, δημιουργός σώματος ως κατοικίας της ψυχής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῆνος «σώμα» + -ποιός].
Greek Monotonic
σκηνοποιός: -ὸν (ποιέω), αυτός που κατασκευάζει σκηνές· ως ουσ., αυτός που έχει ως επάγγελμα την κατασκευή σκηνών, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
σκηνοποιός: -όν, ὁ ποιῶν, κατασκευάζων σκηνάς, φύσις Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1084· - ὡς ἔχων ὡς ἐπάγγελμα τὴν σκηνοποιίαν, Πράξ. Ἀποστ. ιη΄, 3. ΙΙ. ὁ κατασκευάζων πράγματα ἀνήκοντα εἰς τὴν σκηνὴν τοῦ θεάτρου, Κωμικ. Ἀνώνυμ.
Middle Liddell
σκηνο-ποιός, όν ποιέω
tent-making:—as substantive a tentmaker, NTest.
Chinese
原文音譯:skhnopoiÒj 士咳挪-拍哦士
詞類次數:形,名(1)
原文字根:帳棚-作(工人)
字義溯源:製帳棚者,製皮革者,製造帳棚;由(σκηνή)=帳棚)與(ποιέω)*=作,行)組成,其中 (σκηνή)出自(σκεῦος)*=器具),或出自(σκιά)=蔭,影子*)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 製造帳棚(1) 徒18:3