σκοτεινιάζω
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
Greek Monolingual
Ν σκοτεινιά
1. (μτβ.) κάνω κάτι σκοτεινό, ρίχνω σκοτάδι (α. «έκλεισες την πόρτα και σκοτείνιασες το δωμάτιο» β. «κι η λάμψη κείνη που 'φεγγε, εδά μέ σκοτεινιάζει», Ερωτόκρ.)
2. (αμτβ.) γίνομαι σκοτεινός, βυθίζομαι στο σκοτάδι (α. «έχει σκοτεινιάσει ο κόσμος όλος» β. «πέστε λοιπόν στον ήλιο να 'βρει έναν καινούριο δρόμο τώρα που πια η πατρίδα του σκοτείνιασε στη γη», Ελύτης)
3. παθαίνω σκοτοδίνη («σκοτείνιασαν τα μάτια μου»)
4. μτφ. α) σκυθρωπάζω, κατσουφιάζω, χάνω την καλή μου διάθεση («μόλις άκουσε για τον θάνατο του φίλου του, σκοτείνιασε το πρόσωπό του»)
β) αμαυρώνω («κάποια σκιά γελοιότητος να σκοτεινιάζη κάθε τι που παρουσιάζομεν ως μεγάλο», Ζερβ.)
γ) (για συναισθήματα) γίνομαι άτονος ή θολώνω («σκοτείνιασαν οι ηλιόλουστες χαρές σου», Ζερβ.)
4. (ως τριτοπρόσ.) σκοτεινιάζει
επέρχεται η νύχτα, έρχεται το σκοτάδι, βραδιάζει
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. με μτφ. σημ.) σκοτεινιασμένος, -η, -ο
αυτός που βρίσκεται στο σκοτάδι της ερημιάς και της δυστυχίας (α. «σπίτι βουβό, σκοτεινιασμένο» β. «σκοτεινιασμένη ζωή»)
6. φρ. «σκοτείνιασε [ή σκοτεινιάστηκε] ο νους του» — σάλεψαν τα λογικά του, τρελάθηκε.