στερνοῦχος

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερνοῦχος Medium diacritics: στερνοῦχος Low diacritics: στερνούχος Capitals: ΣΤΕΡΝΟΥΧΟΣ
Transliteration A: sternoûchos Transliteration B: sternouchos Transliteration C: sternoychos Beta Code: sternou=xos

English (LSJ)

στερνοῦχον, broad-swelling, χθὼν στερνοῦχος, of the plain of Athens, S.OC691 (lyr.); cf. στέρνον II.1.

German (Pape)

[Seite 938] χθών, ein Land mit fruchtbaren Flächen, Soph. O. C. 697, Schol. μεταφορικῶς γὰρ καὶ στέρνα καὶ νῶτά φασι τὰ πεδιώδη καὶ εὐρέα.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la large poitrine.
Étymologie: στέρνον, ἔχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στερνοῦχος -ον [στέρνον, ἔχω] met welvingen, glooiend. Soph. OC 691.

Russian (Dvoretsky)

στερνοῦχος: широкогрудый, т. е. обширный (χθών Soph.).

Greek Monolingual

-ον, Α
(για την γη) αυτός που έχει μεγάλες και εύφορες πεδιάδες («πεδίων ἐπινίσσεται... στερνούχου χθονός», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + -οῦχος (< ἔχω»)].

Greek Monotonic

στερνοῦχος: -ον (ἔχω), αυτός που είναι πλατύς και εύφορος, λέγεται για πεδιάδα, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

στερνοῦχος: -ον, (ἔχω) ἔχων εὐφόρους καὶ εὐρυχώρους πεδιάδας, χθὼν στ., ἐπὶ τῆς Ἀθηναϊκῆς πεδιάδος, Σοφ. Ο. Κ. 691· πρβλ. στέρνον ΙΙ.

Middle Liddell

στερν-οῦχος, ον, [ἔχω]
broad-swelling, of a plain, Soph.