συναποστερέω Search Google

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναποστερέω Medium diacritics: συναποστερέω Low diacritics: συναποστερέω Capitals: ΣΥΝΑΠΟΣΤΕΡΕΩ
Transliteration A: synaposteréō Transliteration B: synapostereō Transliteration C: synapostereo Beta Code: sunapostere/w

English (LSJ)

A help to strip or help to cheat, τινά τινος one of a thing, D.30.31, cf. ib.3, J. AJ15.2.7.
II help in abstracting, πολλὰ Χρήματα Pl.Lg. 948c.

German (Pape)

[Seite 1003] mit od. zugleich berauben, rauben; χρήματα, Plat. Legg. XII, 948 c; μετά τινός τινα, Dem. 30, 31; ἐμὲ τῶν ὄντων τῷ κηδεστῇ, ib. §. 3.

French (Bailly abrégé)

συναποστερῶ :
spolier.
Étymologie: σύν, ἀποστερέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αποστερέω helpen te beroven (van), met acc. van persoon en gen. van zaak.

Russian (Dvoretsky)

συναποστερέω: вместе лишать: σ. τινι или μετά τινός τινα τῶν ὄντων Dem. вместе с кем-л. отнимать у кого-л. состояние; πολλὰ σ. χρήματα Plat. совместно расхищать значительные средства.

Greek (Liddell-Scott)

συναποστερέω: ἀποστερῶ δι’ ἀπάτης, ἀπατῶ ὁμοῦ, τινά τινος, δι’ ἀπάτης στερῶ τινά τινος ὁμοῦ μετά τινος, Δημ. 872. 21, πρβλ. 864. 16. ΙΙ. συνεργῶ εἰς ὑπεξαίρεσιν, εἰς κλοπήν, πολλὰ χρήματα Πλάτ. Νόμ. 948C.

Greek Monotonic

συναποστερέω: μέλ. -ήσω, βοηθώ στη στέρηση, αφαίρεση κάποιου πράγματος από κάποιον με δόλο, εξαπατώ από κοινού στερώντας, τινά τινος, κάποιον από κάτι, σε Δημ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to help to strip or cheat, τινά τινος one of a thing, Dem.