συοκτόνος
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
English (LSJ)
συοκτόνον, slaying swine or boars, Call.Dian.216, Nonn. D.1.27.
Greek (Liddell-Scott)
συοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων χοίρους ἢ κάπρους, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 216, Νόνν. Δ. 1. 27.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
αυτός που φονεύει αγριόχοιρους ή χοίρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μηλο-κτόνος, χοιρο-κτόνος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σῠοκτόνος -ον [σῦς, κτείνω] zwijnendodend.
German (Pape)
Schwiene tötend, schlachtend, Callim. 30 (VI.331), Dian. 216.