τρελός

From LSJ

ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων → as different as chalk from cheese, different as chalk from cheese, apples and oranges, like apples and oranges, by as much as cardamom is different from figs

Source

Greek Monolingual

και παλ. τ. τρελλός, -ή, -ό, Ν
1. (ως επίθ. και ως ουσ.) φρενοβλαβής, παρανοϊκός, παράφρονας
2. ανόητος, απερίσκεπτος («τρελές σκέψεις»)
3. άτακτος, ο χωρίς πειθαρχία («τρελό κορίτσι»)
4. αυτός που επιθυμεί κάτι μανιωδώς («είμαι τρελός για σένα»)
5. το αρσ. ως ουσ. ο τρελός
(στο σκάκι) καθένα από τα δύο πιόνια που μετακινούνται μόνο διαγωνίως, αξιωματικός
6. παροιμ. α) «τρελός παπάς σέ βάφτισε» — λέγεται σε ανθρώπους που παραλογίζονται, που ανοηταίνουν
β) «τρελού κεφάλι δεν γερνά» — ο άνθρωπος που δεν έχει έγνοιες αισθάνεται πάντοτε εύθυμος και νεάζει.
επίρρ...
τρελά Ν
1. κατά τον τρόπο των τρελών
2. σε μεγάλο βαθμό, πέρα από κάθε όριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, το επίθ. έχει προέλθει από το αρχ. επίθ. τρηρός «ελαφρός» (βλ. λ. τρήρων) με τροπή του -η- σε -ε- πριν από υγρό σύμφωνο (πρβλ. σίδηρος: σίδερο) και ανομοιωτική τροπή του δεύτερου -ρ- σε -λ-. Κατ' άλλη ωστόσο άποψη, το επίθ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τα ανθρωπωνύμια Τρέλλος και Τρέλλων, που μαρτυρούνται στον μιμογράφο του 5ου π.Χ. αιώνα Σώφρονα].

Translations

madman

Arabic: ⁧مَعْتُوه⁩, ⁧مَجْنُون⁩, ⁧مُخَبَّل⁩; Bashkir: иҫәр, диуана, алйот, тиле, йүләр, тинтәк, һантый; Belarusian: шаленец, вар'ят, бязумец; Bulgarian: луд, побъ́ркан; Catalan: boig; Chinese Mandarin: 瘋子/疯子, 狂人, 瘋人/疯人; Czech: šílenec, blázen; Danish: galning; Dutch: dolleman, gek, krankzinnig, waanzinnig; Esperanto: frenezulo; French: fou, insensé; Galician: tolo, louco; German: Irrer, Wahnsinniger, Verrückter; Greek: τρελός; Ancient Greek: μανείς, μάργος; Hindi: दीवाना, पागल, पगला; Irish: fear mire; Italian: matto, pazzo; Japanese: 狂人, 気違い; Kikuyu: mũgũrũki; Kongo: kilawu; Korean: 광인(狂人), 미치광이; Latin: homo furiosus, demens; Latvian: ārprātīgais, neprātis; Macedonian: луд, лудак; Maori: ō; Nandi: kipiyuo; Norman: fo; Norwegian Bokmål: galning; Persian: ⁧دیوانه⁩; Polish: szaleniec, psychol, świr, szajbus, świrus, obłąkaniec, pomyleniec, postrzeleniec, popierdoleniec, jebnięty, czubek, oszołom, pojebaniec, wariat; Portuguese: doido, louco, maluco; Russian: безумец, сумасшедший, чокнутый; Serbo-Croatian Cyrillic: лу̀ђа̄к, лудак; Roman: lùđāk, ludak; Slovak: šialenec, blázon; Slovene: norec, blaznež; Spanish: loco; Sranan Tongo: lawman; Swahili: chizi; Swedish: dåre, galning; Ukrainian: варіят, безумець, божеві́льний, шаленець, божеві́лець; Urdu: ⁧دیوانہ⁩, ⁧پاگل⁩