τριπόνητος
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ἔρις, fruit of threefold rivalry in toil, AP 6.286 (Leon.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
accompli par un triple travail.
Étymologie: τρεῖς, πονέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριπόνητος -ον [τρι-, πονέω] waar intensief aan gewerkt is.
German (Pape)
dreimal gearbeitet, ἔρις, Wettstreit dreier Arbeiterinnen untereinander, Leon.Tar. 20 (VI.286).
Russian (Dvoretsky)
τρῐπόνητος: связанный с тройной работой: τ. ἔρις Anth. соревнование между тремя работницами.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐπόνητος: ἔρις, ἅμιλλα μεταξὺ τριῶν ἐργατίδων γυναικῶν πρὸς ἐκπόνησιν ἔργου τινός, Ἀνθ. Π. 6. 286.
Greek Monolingual
-ον, Α
φρ. «τριπόνητος ἔρις» — άμιλλα μεταξύ τριών εργατριών για τη διεκπεραίωση ενός έργου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πόνητος (< πονῶ «μοχθώ, κοπιάζω»), πρβλ. χειροπόνητος].
Middle Liddell
τρῐπόνητος, ἔρις, ιος, ἡ,
τρῐπόνητος, ἔρις, ἡ, a contest between three labouring women, Anth.