φαεννός
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
v. φαεινός.
German (Pape)
[Seite 1250] poet., bes. lyr. Form statt φαεινός; Ἀώς Pind. N. 6, 54; ἄστρον Ol. 1, 6; αἰθήρ 7, 67; θυσίαι I. 4, 30; ἀρεταί N. 7, 51; ἡμέρα Soph. Ai. 843, vgl. 389; u. öfter Eur.
Russian (Dvoretsky)
φᾰεννός: дор. = φαεινός.
Greek (Liddell-Scott)
φαεννός: -ή, -όν, ἰσοδύναμος τύπος τῷ φαεινός, ὃ ἴδε· φαενὸς δι’ ἑνὸς ν, τῆς φαενῆς ἀρετῆς Γρηγ. Ναζ. τ. 2. σ. 118D.
English (Slater)
φᾰεννός (-ός, -όν; -ᾶς, -άν, -αῖς; -όν acc., voc.) brilliant, bright μηκέτ' ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἐς ἁμέρᾳ φαεννὸν ἄστρον (O. 1.6) φαεννὸν ἐν αἰθέρα (O. 7.67) ὄλβος πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον ξένοισι (P. 5.56) ἐν δ' Εὐξείνῳ πελάγει φαεννὰν Ἀχιλεὺς νᾶσον (sc. ἔχει) (N. 4.49) φαεννᾶς υἱὸν εὖτ' ἐνάριξεν Ἀόος ἀκμᾷ ἔγχεος ζακότοιο (N. 6.52) φαεννὸς αἰθήρ (Pae. 3.17) ὦ Διὸς Ἑλλανίου φαεννὸν ἄστρον (Αἴγινα sc.) (Pae. 6.126) met., φαενναῖς ἀρεταῖς (N. 7.51) θυσίαισι φαενναῖς (I. 5.30) ὅθι παῖδες Ἀθαναίων ἐβάλοντο φαεννὰν κρηπῖδ' ἐλευθερίας fr. 77. 1. of the voice, clear, φαεννᾶς ὀπός (P. 4.283)
Greek Monolingual
-όν, Α
(δωρ. και αττ. τ.) βλ. φαεινός.