φρονούντως

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρονούντως Medium diacritics: φρονούντως Low diacritics: φρονούντως Capitals: ΦΡΟΝΟΥΝΤΩΣ
Transliteration A: phronoúntōs Transliteration B: phronountōs Transliteration C: fronoyntos Beta Code: fronou/ntws

English (LSJ)

Adv. part. pres. Act. of φρονέω, wisely, prudently, A. Supp.204, S.Ant.682.

French (Bailly abrégé)

adv.
sagement, avec prudence.
Étymologie: φρονέω.

German (Pape)

adv. part. praes. act. von φρονέω, verständig, klug; Aesch. Suppl. 201; λέγειν Soph. Ant. 678.

Russian (Dvoretsky)

φρονούντως: разумно (λέγειν Soph.; φ. πρὸς φρονοῦντας ἐννέπειν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

φρονούντως: ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. ἐνεστ. τοῦ φρονέω, φρονίμως, συνετῶς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 204, Σοφ. Ἀντιγ. 682.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. φρονίμως, με φρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρονῶν, -οῦντος, μτχ. ενεστ. του ρ. φρονῶ + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monotonic

φρονούντως: επιρρ. μτχ. Ενεργ. ενεστ. του φρονέω, φρόνιμα, συνετά (με φρόνηση, με σύνεση), σε Σοφ.

Middle Liddell

[adverb from pres. act. part. of φρονέω
wisely, prudently, Soph.

English (Woodhouse)

sensibly

⇢ Look it up on Google | Wiktionary | LSJ full text search