χλοαυγής

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλοαυγής Medium diacritics: χλοαυγής Low diacritics: χλοαυγής Capitals: ΧΛΟΑΥΓΗΣ
Transliteration A: chloaugḗs Transliteration B: chloaugēs Transliteration C: chloavgis Beta Code: xloaugh/s

English (LSJ)

χλοαυγές, with a greenish lustre, Luc.Dom.11.

German (Pape)

[Seite 1359] ές, grünlich glänzend, Luc. de dom. 11.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui brille d'un vert tendre ou d'un jaune pâle.
Étymologie: χλόη, αὐγή.

Russian (Dvoretsky)

χλοαυγής: отсвечивающий зеленью (τὸ κυαναυγές, εἰ σκιασθείη Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

χλοαυγής: -ές, ὁ ἔχων λάμψιν χλοεράν, Λουκ. περὶ Οἴκου 11.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που έχει πρασινωπή λάμψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χλόη + -αυγής (< αὐγή), πρβλ. νυκταυγής, φωταυγής].

Greek Monotonic

χλοαυγής: -ές (αὐγή), αυτός που έχει χλοερή λάμψη, σε Λουκ.

Middle Liddell

χλο-αυγής, ές αὐγή
with a greenish lustre, Luc.