ψαλμῳδία
From LSJ
English (LSJ)
singing to the harp, Aristid.2.310J.
German (Pape)
[Seite 1391] ἡ, das Singen von Psalmen, Lobliedern, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ψαλμῳδία: ἡ, τὸ ᾄδειν πρὸς κιθάραν, Ἀριστείδ. 2. 310. 2) σύνθεσις ψαλμῶν, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 7. 24, Γρηγ. Ναζ. κλπ.
Greek Monolingual
η / ψαλμῳδία, ΝΜΑ, και διαλ. τ. ψαλμουδιά Ν ψαλμῳδός
εκκλησιαστικό άσμα, ψαλμός
νεοελλ.
1. ο τρόπος με τον οποίο ψάλλει κανείς τους θρησκευτικούς ύμνους («η ψαλμωδία του συγκίνησε τους πιστούς»)
2. μτφ. επίμονο παράπονο που μπορεί να συνοδεύεται από κλάμα, κλάψα
νεοελλ.-μσν.
το να ψάλλει κανείς εκκλησιαστικούς ύμνους, ψάλσιμο
μσν.-αρχ.
η σύνθεση ψαλμών
αρχ.
εκτέλεση άσματος με τη συνοδεία έγχορδου μουσικού οργάνου.