ἀμφίκρημνος
ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets
English (LSJ)
ον, with cliffs all round, ἄγκος E. Ba. 1051. metaph, ἀπάτη ἀ. deceit which is always on the edge of the precipice, Ps.-Luc. Philopatr. 16.
Spanish (DGE)
-ον
1 bordeado de riscos ἄγκος E.Ba.1051.
2 bordeado de precipicios ὁδός Amph.Seleuc.201, ἀλωή Nonn.D.13.127
•fig. ἀπάτη Luc.Philopatr.16.
3 fig. arriesgado Hsch.
•que presenta un dilema ἐρώτημα Gr.Naz.M.36.85A
•subst. dilema τὸ ἀ. τοῦτο ... τῆς ἀποκρίσεως Gr.Nyss.Eun.2.463.
German (Pape)
[Seite 140] rings mit schroffen Abhängen umgeben, ἄγκος Eur. Bacch. 1049; dah. gefährlich, ἀπάτη Luc. Philopatr. 16; ἐρώτημα, verfängliche Frage, Greg. Naz.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
entouré de précipices.
Étymologie: ἀμφί, κρημνός.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφίκρημνος:
1 окруженный обрывистыми скалами (ἄγκος Eur.);
2 перен. опасный, коварный (ἀπάτη Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίκρημνος: -ον, ὁ μεταξὺ κρημνῶν, ἦν δ’ ἄγκος ἀμφίκρημνον Εὐρ. Βάκχ. 1049. ΙΙ. μεταφ., ἀπάτη ἀμφ., ἐπικίνδυνος, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 16· ἐρώτημα ἀμφίκρημνον, ἀπατηλόν, σοφιστικόν, Γρηγ. Ναζ.
Greek Monolingual
ἀμφίκρημνος, -ον (Α)
αυτός που έχει γκρεμούς ολόγυρα
1. επικίνδυνος, απατηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κρημνός.
Greek Monotonic
ἀμφίκρημνος: -ον, περίκλειστος με βράχια, σε Ευρ.
Middle Liddell
with cliffs all round, Eur.