ἀναβιώσκομαι
σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery
English (LSJ)
as Pass.,
A = ἀναβιόω (q.v.), Pl.Phd. 71e, al., Aristid.Or.20(21).19, Hierocl. in CA26p.479M.: pf. inf. -βεβιῶσθαι Sannyr.3 D.: aor. part. -βιωθεῖσα Philostr.V A4.45.
II causal of ἀναβιόω, bring back to life, ἀποκτεινύντων καὶ ἀναβιωσκομένων Pl.Cri.48c: aor. inf. ἀναβιώσασθαι Phd.89b: fut. ἀναβιώσῃ τὴν μυῖαν Ael.NA2.29: later in Act., ἀναβιώσκω Them. Or.8.115c, Sch.E.Alc.1; Act. ἀναβιώσκω(= ἀναβιόω) only interpol. in Polyaen.6.38.2.
Spanish (DGE)
• Morfología: [tb. tard. act.]
I intr.
1 revivir, resucitar Pl.Phd.71e, Cri.48c, Plt.271b, Plot.4.6.3
•tb. act. volver a la vida οἱ ἀποθνῄκοντες ... ἀναβιώσκουσι Polyaen.6.38.2.
2 volver a brotar de las hojas, Thphr.HP 4.14.12.
II act. tr. renovar (δόξα ἀγαθή) τὸν Μάρκον Them.Or.8.115c, cf. Sch.E.Alc.1.
French (Bailly abrégé)
1 au sens Act. (seul. prés. et ao. ἀνεβιωσάμην) rappeler à la vie;
2 au sens Pass. être rappelé à la vie, revivre.
Étymologie: ἀναβιόω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναβιώσκομαι:
1 med. (aor. ἀνεβιωσάμην) оживлять, воскрешать Plat.;
2 pass. оживать, воскресать Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναβιώσκομαι: ὡς παθ., = ἀναβιόω (ὃ ἴδε), Πλάτ. Φαίδων 71E, 72C, Δ. Συμπ. 203E, Πολιτ. 271B. ΙΙ. ὡς ἀποθ., ἐνεργητικὸν τοῦ ἀναβιόω (πρβλ. βιώσκομαι), ἐπαναφέρω εἰς τὴν ζωήν, ἀναζωοποιῶ, ἀποκτιννύντων και ἀναβιωσκομένων Πλάτ. Κριτ. 48C· ἀόρ. ἀνεβιωσάμην ὁ αὐτ. Φαίδων 89B: οὕτως ἐν τῷ ἐνεργητικῷ ἀναβιώσκω Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἄλκ. 1· μέλλ. ἀναβιώσεις τὴν μυῖαν Αἰλ. περὶ Ζ. 2. 29: ἀόρ. ἀνεβίωσα Παλαίφ. 41.
Greek Monolingual
ἀναβιώσκομαι (Α) (μτγν. και ενεργ. ἀναβιώσκω)
1. (ενεργ. και παθ.) επανέρχομαι στη ζωή, ξαναζώ
2. επαναφέρω στη ζωή, ξαναζωντανεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βιώσκομαι.
Greek Monotonic
ἀναβιώσκομαι: ως Παθ.,
I. = ἀναβιόω, σε Πλάτ.
II. ως αποθ. του ἀναβιόω, επαναφέρω στην ζωή, στον ίδ.· αόρ. αʹ ἀνεβιωσάμην, στον ίδ.
Middle Liddell
[Causal of ἀναβιόω.]
I. as Pass. = ἀναβιόω, Plat.
II. as Dep., Causal of ἀναβιόω, to bring back to life, Plat.; aor1 ἀνεβιωσάμην Plat.