ἀναγκαστικός
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
English (LSJ)
ἀναγκαστική, ἀναγκαστικόν,
A compulsory, coercive, opp. συμβουλευτικός, of law, Pl.Lg.930b; ὁ νόμος ἀ. ἔχει δύναμιν Arist.EN1180a21.
2 cogent, σημείωσις Phld.Sign.4, al.; λόγοι Id.Rh.1.247S., al. Adv. ἀναγκαστικῶς Ascl. in Metaph.371.8, S.E.P.1.193.
3 Astrol., having the fixity of law, Vett.Val.19.34, al.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1obligatorio, apremiante en sent. legal νόμος Pl.Lg.930b, δύναμις Arist.EN 1180a21, ἐπίθυμα ἀναγκαστικόν ofrenda obligatoria, PMag.4.2683, cf. 7.779, 780
•c. gen., A.D.Synt.47.22.
2 lógicamente convincente λόγοι Arist.GC 315b21, Phld.Rh.1.247, de una teoría, signo, etc., Phld.Sign.1a.14, 1.13, Rh.1.248, 249.
3 inexorable μυστικὸς δὲ καὶ ἀναγκαστικὸς ὡροσκόπος Vett.Val.19.34.
II que requiere, que exige, necesitado τῆς παρακοῆς Chrys.M.58.705.
III adv. -ῶς de modo apremiante Gr.Nyss.Or.Catech.113.8.
German (Pape)
[Seite 183] zwingend, νόμος, Plat. Legg. XI, 930 b u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
obligatoire.
Étymologie: ἀναγκάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναγκαστικός: принудительный, обязательный (νόμος Plat., Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγκαστικός: -ή, -όν, καταναγκαστικός, ὑποχρεωτικός, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ συμβουλευτικός, περὶ νόμου, Πλάτ. Νόμ. 930Β· οὕτως, ὁ νόμος ἀναγκ. ἔχει δύναμιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 12. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 1. 193.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀναγκαστικός, -ή, -όν)
1. αυτός που επιβάλλεται από την ανάγκη ή με τη βία, υποχρεωτικός, αναπόφευκτος
2. καταπιεστικός, φορτικός
3. επίρρ. αναγκαστικά (αρχ. -ῶς)
με τη βία, υποχρεωτικά, αναπόφευκτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναγκαστός ή απευθείας από το ρ. ἀναγκάζω.
Léxico de magia
-όν coactivo ἐπίθυμα ἀναγκαστικόν ofrenda coactiva P IV 2683 ὁ ιγʹ (σύντροφος τοῦ ὀνόματος) φθόγγος ἀ. el decimotercer compañero de tu nombre es un sonido coactivo P VII 778 ὁ ιδʹ (σύντροφος τοῦ ὀνόματος) τελειότητος ἀναγκαστικὴ ἀπόρροια el decimocuarto compañero de tu nombre es una emanación coactiva de perfección P VII 779