ἀναγνωστικός

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναγνωστικός Medium diacritics: ἀναγνωστικός Low diacritics: αναγνωστικός Capitals: ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anagnōstikós Transliteration B: anagnōstikos Transliteration C: anagnostikos Beta Code: a)nagnwstiko/s

English (LSJ)

ἀναγνωστική, ἀναγνωστικόν,
A capable of reading, a good reader, Arr.Epict.2.18.2; fond of reading, Plu.2.514a.
2 suitable for reading, Arist. Rh.1413b12, cf. PGrenf.1.14.12.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
subst.
I de pers. ὁ ἀ.
1 plu. los autores que escriben para ser leídos Arist.Rh.1413b12.
2 aficionado a la lectura, buen lector Plu.2.514a, Arr.Epict.2.18.2, Sch.D.T.12.9.
II τὸ ἀ.
1 lectura Sch.D.T.124.
2 rollo de papiro, escrito, PGrenf.1.14.12 (II a.C.), Cassiod.Act.Sym.2.5, de anagnostici prolixitate fastidium Ennod.Epist.8.5, cf. 1.4.

German (Pape)

[Seite 184] zum Vorlesen geschickt, geneigt, Plut. garrul. 22.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 habile à lire;
2 qui aime à lire.
Étymologie: ἀναγνώστης.

Russian (Dvoretsky)

ἀναγνωστικός:
1 приятный для чтения Arst.;
2 любящий читать Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγνωστικός: -ή, -όν, ὁ ἔμπειρος εἰς τὴν ἀνάγνωσιν ἢ ὁ ἀγαπῶν τὴν ἀνάγνωσιν, Πλούτ. 2. 514Α. 2) ὁ κατάλληλος πρὸς ἀνάγνωσιν, ἀλλ’ οὐχὶ καὶ πρὸς ἀπαγγελίαν, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἀγωνιστικός, Ἀριστ. Ρητ. 3. 12, 2: - ἀναγνωστικὸς βαθμός, ὁ βαθμὸς τοῦ ἀναγνώστου ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, Ἰωαν. Δαμ. ἐπ. π. Θεοφ. σ. 129.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀναγνωστικός, -ή, -όν) ἀνάγνωσις
1. ο σχετικός με την ανάγνωση
2. αυτός που αγαπά την ανάγνωση, ο φιλαναγνώστης
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το αναγνωστικό
α) βιβλίο που χρησιμοποιείται στην κατώτερη εκπαίδευση για άσκηση στην ανάγνωση
β) βιβλίο με λογοτεχνικά και άλλα κείμενα, που χρησιμοποιείται στην τάξη για τη γλωσσική, αισθητική ή ηθική αγωγή τών μαθητών
αρχ.
ο ικανός ή ο κατάλληλος για ανάγνωση.

Greek Monotonic

ἀναγνωστικός: -ή, -όν (ἀναγιγνώσκω), κατάλληλος προς ανάγνωση, αντίθ. προς το ἀγωνιστικός, σε Αριστ.

Middle Liddell

ἀναγιγνώσκω
suitable for reading, opp. to ἀγωνιστικός, Arist.