ἀποστίλβω
εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up
English (LSJ)
Ep. impf. ἀπεστίλβεσκε Epic. in Arch.Pap.7.7:—
A to be bright from or with, ἀποστίλβοντες ἀλείφατος Od.3.408: c. dat., Lyc.253; ἐθείραις AP5.25, cf. Luc.Asin.47: c. gen., χρυσοῦ Id.JTr.8, cf. Hipp.6; φῶς ἀπό τινος Plot.2.1.7.
2 abs., φαίνεται τὸ ὕδωρ ἀποστίλβον τῆς νυκτός phosphorescent, Arist.Mete.370a14; shine brightly, Thphr. Sign.26, Agatharch.95, Luc.DMar.14.2, etc.; ἀκτις ἀ. εἰς πέλαγος Alciphr.1.1.
3 Act., shed light, etc., Μήνη σέλας -ουσα κεραίης Nonn. D. 5.165; καθαρότητα Iamb.Myst.2.8.
Spanish (DGE)
1 intr. refulgir, brillar c. suj. de cosa y c. gen. indicando la causa del brillo (λίθοι) ἀποστίλβοντες ἀλείφατος Od.3.408, (οἶκος) Φρυγίου (λίθου) ... ἀποστίλβων Luc.Hipp.6
•c. dat. instrum. ληίου γύαι λόγχαις ἀποστίλβοντες Lyc.253, τὸ δέρμα ... τῇ τριχί Luc.Asin.47
•fig., ref. a pers. σε ... ἀποστίλβουσαν ἐθείραις AP 5.26
•abs. brillar, resplandecer del sol κἄν μὴ ἀποστίλβῃ Thphr.Sign.26, φαίνεται τὸ ὕδωρ ἀποστίλβον τῆς νυκτός Arist.Mete.370a14, ἀκτὶς εἰς τὸ πέλαγος Alciphr.1.1.3, cf. Agatharch.95, Plu.Luc.28, Plot.2.1.7.
2 tr. despedir, irradiar Μήνη ... σέλας ... ἀποστίλβουσα κεραίης Nonn.D.5.165, ἀρχάγγελοι ... καθαρότητα ἀποστίλβουσιν Iambl.Myst.2.8, χλοεράς τινας ἀκτῖνας de esmeraldas, Gr.Nyss.V.Mos.p.24
•fig. iluminar, hacer brillar τὸν ἐγκεκρυμμένον ἔνδον ... ἄνθρωπον Clem.Al.Prot.11.(p.81.24), οἱ μὲν νόμοι ἐπέκειντο ἀποστίλβοντες τὸ ξίφος Pall.V.Chrys.8 p.43.
German (Pape)
[Seite 327] glänzen, ἀποστίλβοντες ἀλείφατος, glänzend wie von Oel, Od. 3, 408; Ep. ad. 62 (V, 26); Luc. Char. 11; Alciph. 1, 1.
French (Bailly abrégé)
briller de, gén. : ἀπ. ἀλείφατος OD briller de graisse.
Étymologie: ἀπό, στίλβω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποστίλβω:
1 блестеть, лосниться (ἀλείφατος Hom.; ὕδωρ ἀποστίλβον Arst.);
2 сверкать, пылать (περὶ τὰ ὄμματα ἀποστίλβον πῦρ Plut.);
3 блистать, сиять (κυανέῃσιν ἐθείραις Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστίλβω: εἶμαι στιλπνός, ἀπολάμπω, ἀποστίλβοντες (οἱ λίθοι) ἀλείφατος, ὡς εἰ ἦσαν ἀληλιμμένοι δι’ ἀλοιφῆς, Ὀδ. Γ. 408, μετὰ δοτ. (πρβλ. στίλβειν ἐλαίῳ), Λυκ. 253, Ἀνθ. Π. 5. 26. 2) ἀπολ., ἀποστίλβον φαίνεται τὸ ὕδωρ νυκτός, φωσφορίζον, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 9, 17· λάμπω φαιδρῶς, Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 2, 1, Λουκ., κτλ.· ἀκτὶς ἀπ. εἰς πέλαγος Ἀλκίφρ. 1. 1. ΙΙ. μετ’ αἰτ., φωτίζω, λαμπρύνω, Κλήμ. Ἀλ. 89.
English (Autenrieth)
only part., ἀποστίλβοντες ἀλείφατος, glistening with oil, Od. 3.408†.
Greek Monolingual
(ΑΜ ἀποστίλβω)
είμαι στιλπνός, λάμπω
νεοελλ.
καθιστώ κάτι λαμπρό, το γυαλίζω
αρχ.
φωτίζω, ρίχνω λάμψη σε κάτι.
Greek Monotonic
ἀποστίλβω: μέλ. -ψω, είμαι στιλπνός, λάμπω μετά την επάλειψη με λάδι ή ελαιώδη, λιπαρή αλοιφή, ἀποστίλβω ἀλείφατος, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
to be bright from or with oil, c. gen., ἀπ. ἀλείφατος Od.