ἁψιμαχέω
ὁ γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.
English (LSJ)
skirmish with an enemy, Hyp.Fr.131, Plb.18.8.4, D.S. 11.52; entice or lead on to fight, Plu.Crass.10, Dio 39.
Spanish (DGE)
1 trabar combate ἕπεσθαι κελεύσας τοῖς πολεμίοις, μὴ ... ἁψιμαχεῖν Plu.Crass.10, καὶ προσίππευσαν ἁψιμαχοῦντες Plu.Dio.39.
2 escaramucear Hyp.Fr.131, διετέλουν ἁψιμαχοῦντες D.S.11.52, ἁψιμαχεῖ τούτοις Κόρδος Polyaen.1.18
•fig. disputar, discutir ἵνα μὴ λόγοι γένωνται μόνοι ἐξ ἀμφοτέρων ἁψιμαχούντων Plb.18.8.4, καθαπτόμενος διετέλησε καὶ ἁψιμαχῶν πρὸς τὸν Πέτρον Ast.Am.Hom.8.27.3.
German (Pape)
[Seite 421] den Feind necken, zum Kampsc reizen, plänkeln, Plut. Crass. 10 Arat. 36; τινί Pol. 17, 8; Polyaen. 1, 18, 1.
French (Bailly abrégé)
ἁψιμαχῶ :
f. ἁψιμαχήσω;
escarmoucher.
Étymologie: ἅπτω¹, μάχη.
Russian (Dvoretsky)
ἁψιμᾰχέω: завязывать стычки, вести перестрелку Polyb., Plut., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
ἁψῐμᾰχέω: συνάπτω ἁψιμαχίαν, ἀκροβολισμὸν μετὰ τοῦ ἐχθροῦ, Πολύβ. 17. 8, 4, Διόδ. 11. 52· προκαλῶ εἰς μάχην, Πλουτ. Κράσσ. 10, κτλ.
Greek Monotonic
ἁψῐμᾰχέω: μέλ. -ήσω, αψιμαχώ με τον εχθρό, οδηγώ σε μάχη, σε Πλούτ.
Middle Liddell
[from ἁψίμαχος
to skirmish with an enemy, lead on to fight, Plut.