ἁψιμαχέω

From LSJ

τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁψιμᾰχέω Medium diacritics: ἁψιμαχέω Low diacritics: αψιμαχέω Capitals: ΑΨΙΜΑΧΕΩ
Transliteration A: hapsimachéō Transliteration B: hapsimacheō Transliteration C: apsimacheo Beta Code: a(yimaxe/w

English (LSJ)

skirmish with an enemy, Hyp.Fr.131, Plb.18.8.4, D.S. 11.52; entice or lead on to fight, Plu.Crass.10, Dio 39.

Spanish (DGE)

1 trabar combate ἕπεσθαι κελεύσας τοῖς πολεμίοις, μὴ ... ἁψιμαχεῖν Plu.Crass.10, καὶ προσίππευσαν ἁψιμαχοῦντες Plu.Dio.39.
2 escaramucear Hyp.Fr.131, διετέλουν ἁψιμαχοῦντες D.S.11.52, ἁψιμαχεῖ τούτοις Κόρδος Polyaen.1.18
fig. disputar, discutir ἵνα μὴ λόγοι γένωνται μόνοι ἐξ ἀμφοτέρων ἁψιμαχούντων Plb.18.8.4, καθαπτόμενος διετέλησε καὶ ἁψιμαχῶν πρὸς τὸν Πέτρον Ast.Am.Hom.8.27.3.

German (Pape)

[Seite 421] den Feind necken, zum Kampsc reizen, plänkeln, Plut. Crass. 10 Arat. 36; τινί Pol. 17, 8; Polyaen. 1, 18, 1.

French (Bailly abrégé)

ἁψιμαχῶ :
f. ἁψιμαχήσω;
escarmoucher.
Étymologie: ἅπτω¹, μάχη.

Russian (Dvoretsky)

ἁψιμᾰχέω: завязывать стычки, вести перестрелку Polyb., Plut., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ἁψῐμᾰχέω: συνάπτω ἁψιμαχίαν, ἀκροβολισμὸν μετὰ τοῦ ἐχθροῦ, Πολύβ. 17. 8, 4, Διόδ. 11. 52· προκαλῶ εἰς μάχην, Πλουτ. Κράσσ. 10, κτλ.

Greek Monotonic

ἁψῐμᾰχέω: μέλ. -ήσω, αψιμαχώ με τον εχθρό, οδηγώ σε μάχη, σε Πλούτ.

Middle Liddell

[from ἁψίμαχος
to skirmish with an enemy, lead on to fight, Plut.