ἐκπνευματόω
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
English (LSJ)
A turn into vapour, Arist.Pr.866a3, Thphr. ap. Plu.2.292d; fan into wind, prob. in Epicur.Ep.2p.48U.:—Pass., ἐκπνευματοῦσθαι = to be turned into vapour, be vaporised, Arist.Pr.897b1, al.
II deflate, metaph., οἴημα, τῦφον, Plu.2.39d.
III in Pass., to be inflated, Thphr. CP 4.9.3: metaph., ὑπὸ κτήσεως Phld.Vit.p.27J.
Spanish (DGE)
I tr.
1 evaporar τὸ δὲ θερμὸν ἐκπνευματοῖ (τὸ ὑγρὸν) el calor evapora (la humedad) Arist.Pr.866a3, en v. pas. Arist.Pr.897b1, 902a3, Spir.482b31, Thphr.CP 2.9.10, Thphr. en Plu.2.292d.
2 transformar en viento ἐδάφη ... ἐκπνευματοῦντα τὸν πεπιλημένον ἀέρα masas de tierra que (al caer) convierten en viento el aire comprimido en cavernas subterráneas, Epicur.Ep.[3] 105.
3 hacer salir, expulsar malos humos o aires, en sent. fig. δεῖ τῶν νέων ... ἐκπνευματοῦν τὸ οἴημα καὶ τὸν τῦφον hay que expulsar el engreimiento y la vanidad de los jóvenes Plu.2.39d.
II intr. en v. med.
1 llenarse de gases o de espuma, hincharse, inflarse συμβαίνει τὰς κοιλίας ἐκπνευματοῦσθαι Thphr.CP 4.9.3, cf. HP 7.4.11.
2 fig. ensoberbecerse τοῦ δ' ὑπερηφάνου τὸ ... ἐκπνευματούμενον ὑπὸ κτήσεως ὑπερορᾶν ἑτέρους y es propio del soberbio menospreciar a otros ensoberbecido por su riqueza Aristo Phil.13.6.
German (Pape)
[Seite 774] 1) in Luft od. Wind verwandeln, Theophr. bei Plut. qu. gr. 7. – 2) auslüften, übtr. austreiben, τῦφον Plut. de audit. 4. – 3) durch Wind in Bewegung setzen, aufblähen, Arist. probl. 5, 17.
French (Bailly abrégé)
ἐκπνευματῶ :
1 changer en vapeur, faire évaporer;
2 chasser l'air (d'une vessie, etc.).
Étymologie: ἐκ, πνεῦμα.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπνευματόω: μεταβάλλω εἰς πνεῦμα, ἀτμὸν ἢ ἀέριον, Ἀριστ. Προβλ. 1. 53, Θεόφρ. παρὰ Πλουτ. 2. 292D. - Παθ., μεταβάλλομαι εἰς ἀτμόν, Ἀριστ. Προβλ. 10. 54., 26. 33., 33. 15, κ. ἀλλ. ΙΙ. κάμνω ἢ ἀφίνω νὰ ἐξέλθῃ ὁ ἀήρ, ὡς π.χ. ἐκ κύστεως ἢ ἀσκοῦ, Πλούτ. 2. 39D. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ., φουσκώνομαι διὰ τοῦ φυσήματος, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 9, 3.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπνευμᾰτόω:
1 превращать в воздух или ветер, испарять (τὸ θερμὸν ἐκπνευματοῖ Arst.); pass. испаряться, улетучиваться (ἡ ὕλη οὐκ ἐξυδατουμένη, οὔτ᾽ ἐκπνευματουμένη Plut.);
2 (о воздухе), выпускать (τὸν ἀέρα τῶν ἀσκῶν Plut.);
3 досл. выветривать, перен. изгонять, удалять (τὸ οἴημα καὶ τὸν τῦφον τῶν νέων Plut.).
Greek Monolingual
ἐκπνευματῶ (ἐκπνευματόω) (Α)
1. μεταβάλλω σε αέριο, εξαερώνω
2. μεταβάλλω τον αέρα σε άνεμο
3. αφαιρώ τον αέρα από ασκό, ξεφουσκώνω
4. αφήνω κάτι να βγει σαν αέρας («δεῖ τῶν νέων ἐκπνευματοῦν τὸ οἴημα», Πλούτ.)
5. (παθ. ή μέσ.) φυσώ σαν άνεμος
6. (μέσ. και παθ.) εξογκώνομαι, φουσκώνω με φύσημα.