ἐξαγωνίζομαι

From LSJ

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξᾰγωνίζομαι Medium diacritics: ἐξαγωνίζομαι Low diacritics: εξαγωνίζομαι Capitals: ΕΞΑΓΩΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: exagōnízomai Transliteration B: exagōnizomai Transliteration C: eksagonizomai Beta Code: e)cagwni/zomai

English (LSJ)

fight, struggle hard, E.HF155; περί τινος D.S.13.73 codd.

Spanish (DGE)

1 intr. combatir, luchar hasta el final τοῖσδ' ἐξαγωνίζεσθε; E.HF 155, περὶ τοῦ τροπαίου D.S.13.73 (cód.).
2 tr. vencer, triunfar sobre τοὺς ὅλους (κινδύνους) ... τῇ πίστει Euthal.Epp.Paul.M.85.700A.

German (Pape)

[Seite 862] auskämpfen, kämpfen; Eur. Herc. Fur. 155; περί τινος, D. Sic. 13, 73.

French (Bailly abrégé)

combattre à outrance : τινι contre qqn ; περί τινος pour qch.
Étymologie: ἐξ, ἀγωνίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐξᾰγωνίζομαι: вести упорную борьбу, бороться (τινι Eur. и περί τινος Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐξᾰγωνίζομαι: μέλλ. Ἀττ. -ιοῦμαι: Ἀποθ.: διαγωνίζομαι, τοῖσδ’ ἐξαγωνίζεσθε; ταῦτα εἶναι τὰ κατορθώματα ἐφ’ ὧν στηρίζετε τὸν ἀγῶνα ὑμῶν; Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 155· περί τινος, περὶ τοῦ τροπαίου ἐξαγωνίσασθαι Διόδ. 13. 73.

Greek Monolingual

ἐξαγωνίζομαι (Α) αγωνίζομαι
αγωνίζομαι σκληρά.

Greek Monotonic

ἐξᾰγωνίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι, αποθ.· διαγωνίζομαι, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. Attic ιοῦμαι
Dep. to struggle hard, Eur.