ἰσοτελής
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
English (LSJ)
ἰσοτελές (gen. sg. ἰσοτελοῦ (sic), Epigr.Gr.48), (τέλος)
A bearing equal burdens; at Athens and elsewhere, of a favoured class of μέτοικοι, subject to the same taxation as the citizens, Lys.Fr.225 S., Is.Fr.45, D.20.29, Arist.Ath.58.2, IG22.276.15,al., cf. SIG742.44 (Ephesus, i B.C.); of freedmen, IG9(1).412 (Aetolia), Hsch.
II metaph., of Hera, τῷ Διΐ ἰσοτελής = consort of Zeus, Orph.Fr.163.
German (Pape)
[Seite 1267] ές, gleiche Staatslasten tragend, so hießen in Athen diejenigen Schutzverwandten, μέτοικοι, welche den eigentlichen Bürgern am nächsten standen, keines προστάτης bedurften, kein Schutzgeld, μετοίκιον, zahlten und Grundeigenthum erwerben durften, die deswegen aber auch gleiche Lasten mit den Bürgern trugen, ohne in den Volksversammlungen mitstimmen zu dürfen u. Aemter erlangen zu können. S. Böckh's Staatshaush. II p. 77; Hermann's Staatsalterth. §. 116; Harpocr. u. Ruhnk. ad Tim. p. 151, wo es ὁ χωρὶς ζημίας ἐπιδημῶν ἴσα τοῖς πολίταις erklärt wird.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
propr. qui paie des contributions égales ; οἱ ἰσοτελεῖς classe d'étrangers domiciliés à Athènes.
Étymologie: ἴσος, τέλος.
Russian (Dvoretsky)
ἰσοτελής: платящий одинаковые подати Arst., Plut. (οἱ ἰσοτελεῖς - поселившиеся в Афинах иноземцы, которые, в отличие от μέτοικοι, были освобождены от уплаты μετοίκιον и могли владеть недвижимостью, но, как и μέτοικοι, не имели политических прав).
Greek (Liddell-Scott)
ἰσοτελής: -ές, (τέλος) ὁ ἴσα τελῶν, πληρώνων, ἔχων τὰ αὐτὰ βάρη: ἐν Ἀθήναις οἱ ἰσοτελεῖς ἦσαν εὐνοούμενοι μέτοικοι ἀπολαύοντες πάντων τῶν ἀστικῶν δικαιωμάτων πλὴν τῶν πολιτικῶν· ἐλογίζοντο μετὰ τοὺς προξένους, δὲν εἶχον ἀνάγκην προστάτου, δὲν ἐτέλουν μετοίκιον, καὶ ἀντὶ τῶν δικαιωμάτων τούτων καὶ προνομίων ὑπέκειντο εἰς τὰ αὐτὰ καὶ οἱ λοιποὶ πολῖται βάρη, Λυσ. παρ’ Ἁρποκρ., Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. 86. 4 (ἔκδ. Blass). Συλλ. Ἐπιγρ. 809-10· πρβλ. Böckh P. E. 2. 318 κἑξ.· ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχον ἐν τῷ καταλόγῳ τῶν πολιτῶν οὔτε ἦσαν ἐγγεγραμμένοι μεταξὺ τῶν μελῶν δήμου τινὸς ἢ φυλῆς. Περὶ τῶν γενικῶν σχέσεων τῆς ἰσοτελείας, ἴδε Niebuhr Ρωμ. Ἱστ. 2. σημ. 101: ἐνίοτε τὸ προνόμιον τοῦτο παρείχετο καὶ εἰς τοὺς πολίτας φιλικῆς πολιτείας, Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ἐν Keil IVb. 22.
Greek Monolingual
-ές (Α ἰσοτελής, -ές)
νεοελλ.
1. αυτός που καταβάλλει τα ίδια τέλη με άλλον, αυτός που φορολογείται εξίσου
2. αυτός για τον οποίο καταβάλλεται το ίδιο τέλος («ισοτελή εμπορεύματα»)
αρχ.
1. μέτοικος στον οποίο έχουν παραχωρηθεί πλήρη αστικά δικαιώματα αλλά όχι πολιτικά, αυτός που δεν καταβάλλει το «μετοίκιον» αλλά φορολογείται όπως και οι Αθηναίοι πολίτες
2. (για την Ήρα) ισότιμος («ἰσοτελὴς τῷ Διί» Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -τελής (< τέλος), πρβλ. δημοτελής, νεοτελής].
Greek Monotonic
ἰσοτελής: -ές (τέλος), αυτός που πληρώνει ίσα με άλλον, που βαρύνεται με τους ίδιους φόρους· στην Αθήνα, οι ἰσοτελεῖς ήταν ειδική τάξη των μετοίκων, οι οποίοι δεν χρειάζονταν προστάτη και δεν πλήρωναν τον φόρο των ξένων (μετοίκιον), σε Λυσ. κ.λπ.
Middle Liddell
ἰσο-τελής, ές τέλος
paying alike, bearing equal burdens: at Athens, the ἰσοτελεῖς were a class of μέτοικοι, who needed no patron (προστάτησ) and paid no alien-tax (μετοίκιον), Lys., etc.