ἱπποκορυστής
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
English (LSJ)
ἱπποκορυστοῦ, ὁ, marshaller, arranger of chariots, ἀνέρες ἱπποκορυσταί Il.2.1, 24.677; epithet of the Paeonians, 16.287, 21.205.
German (Pape)
[Seite 1260] ὁ, mit Kampfrossen gerüstet (vgl. χαλκοκορυστής); ἀνέρες, reisige Krieger, Il. 2, 1. 24, 677; so heißen bes. die Päonier, 16, 287. 21, 205; auch Apollo, Ep. (IX, 525, 10). Im Hesych. auch ἱπποκόρυστος geschrieben.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
guerrier couvert d'un casque qui combat à cheval ou du haut d'un char.
Étymologie: ἵππος, κορύσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἱπποκορυστής: ου adj. m обладающий колесницей с конями или ведущий бой с колесницы (ἀνέρες, Παίονες Hom.; Ἀπόλλων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱπποκορυστής: -οῦ, ἐπίθετον τῶν ἀφ’ ἵππων, δηλ. ἀπὸ τοῦ ἅρματος μαχομένων ἡρώων, ἀνέρες ἱπποκορυσταί, «οἱ ἵππους κορύσσοντες˙ τοῦτ’ ἔστι, πολεμικοί, ἢ ἀφ’ ἵππων μαχόμενοι» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 1, Ω. 677˙ ἐπίθ. τῶν Παιόνων, Π. 287, Φ. 205˙ - ἄλλοι παράγουσιν αὐτὸ ἐκ τοῦ κόρυς, «ἔνιοι δὲ μεγάλας κόρυθας ἔχοντες˙ οἱ δὲ τοὺς ἐξ ἱππείων τριχῶν» Ἀπολλ. Λεξ. Ὁμηρ., ἀλλ’ ὅρα χαλκοκορυστής.
English (Autenrieth)
(κορύσσω): chariotequipped, chariot-fighter, epithet of the Maeonians and Paeonians, and of individual heroes, Il. 2.1, Il. 24.677.
Greek Monolingual
ἱπποκορυστής, ὁ (Α)
1. αυτός που φοράει περικεφαλαία με χαίτη αλόγου
2. πολεμιστής που μάχεται έφιππος ή πάνω σε άρμα («ἀνέρες ἱπποκορυσταί», Ομ. Ιλ.)
3. επίθ. τών Παιόνων («Παίονας ἱπποκορυστάς», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -κορυσ-της (< κόρυς «περικεφαλαία»), πρβλ. χαλκο-κορυσ-της. Η κατάλ. -της που απαντά συνήθως σε μεταρρηματικά παρ. χρησιμοποιήθηκε στα εν λόγω συνθ. πιθ. για μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
ἱπποκορυστής: -οῦ, ὁ (κορύσσω), επίθ., αναφέρεται στους ήρωες που πολεμούν από το άρμα, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ἱππο-κορυστής, οῦ, κορύσσω
equipt or furnished with horses, Il.
Mantoulidis Etymological
(=ἔφιππος πολεμιστής). Ἀπό τό ἵππος + κορύσσω (=ἐξοπλίζω).