ὀρνιθοτρόφος

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρνιθοτρόφος Medium diacritics: ὀρνιθοτρόφος Low diacritics: ορνιθοτρόφος Capitals: ΟΡΝΙΘΟΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: ornithotróphos Transliteration B: ornithotrophos Transliteration C: ornithotrofos Beta Code: o)rniqotro/fos

English (LSJ)

ὁ, bird-keeper, DS. 1.74, Cat.Cod.Astr. 8(4).216 (both pl.).

German (Pape)

[Seite 383] Vögel, bes. Hühner fütternd, haltend, Schol. Ar. Pax 1003 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit des oiseaux, particul. qui élève des poules.
Étymologie: ὄρνις, τρέφω.

Russian (Dvoretsky)

ὀρνῑθοτρόφος:птицевод, куровод Diod.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρνῑθοτρόφος: -ον, ὁ τρέφων πτηνά, Διόδ. 1. 74.

Greek Monolingual

-ο (Α ὀρνιθοτρόφος, -ον)
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η ορνιθοτρόφος
άτομο που εκτρέφει και εμπορεύεται όρνιθες, πτηνοτρόφος
αρχ.
αυτός που ασχολείται με την εκτροφή και την αναπαραγωγή ορνίθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. θηριοτρόφος].

Greek Monotonic

ὀρνῑθοτρόφος: -ον (τρέφω), αυτός που εκτρέφει πουλιά, πτηνοτρόφος.

Middle Liddell

ὀρνῑθο-τρόφος, ον, τρέφω
keeping birds.