ῥακόεις

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾰκόεις Medium diacritics: ῥακόεις Low diacritics: ρακόεις Capitals: ΡΑΚΟΕΙΣ
Transliteration A: rhakóeis Transliteration B: rhakoeis Transliteration C: rakoeis Beta Code: r(ako/eis

English (LSJ)

ῥακόεσσα, ῥακόεν,
A ragged, torn, tattered, AP6.21.
II (ῥάκος II) wrinkled, χρώς ib.11.66 (Antiphil.).

German (Pape)

[Seite 833] εσσα, εν, 1) lumpig, zerrissen, zersetzt, τήν τ' ἐπινωτίδιον βροχετῶν ῥακόεσσαν ἀγωγόν Ep. ad. 176 (VI, 21). – 2) wie ῥαγόεις, runzlig, χρὼς παρειῆς Antiphil. in Paralip. 122 (XI, 66).

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
déchiré :
1 déguenillé;
2 sillonné de rides, ridé.
Étymologie: ῥάκος.

Russian (Dvoretsky)

ῥᾰκόεις: όεσσα, όεν
1 изодранный, в лохмотьях Anth.;
2 морщинистый, сморщенный (χρὼς παρειῆς Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾰκόεις: εσσα, εν, ῥακώδης, ἐσχισμένος, «κουρελιασμένος», Ἀνθ. Π. 6. 21. ΙΙ. ὡς τὸ ῥαγόεις, ἐρρυτιδωμένος, αὐτόθι 11. 66.

Greek Monolingual

-έσσα, -εν, Α
1. ο όμοιος με κουρέλι ή ο γεμάτος κουρέλια, ο κουρελιασμένος
2. μτφ. ο γεμάτος ρυτίδες, ζαρωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + κατάλ. -όεις].

Greek Monotonic

ῥᾰκόεις: -εσσα, -εν,
I. κουρελής, σχισμένος, κουρελιασμένος, σε Ανθ.
II. όπως το ῥαγόεις, ρυτιδωμένος, ζαρωμένος, τσαλακωμένος, στον ίδ.

Middle Liddell

ῥᾰκόεις, εσσα, εν
I. ragged, torn, tattered, Anth.
II. wrinkled, Anth. [from ῥᾰ́κος]