ῥοδόμηλον

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοδόμηλον Medium diacritics: ῥοδόμηλον Low diacritics: ροδόμηλον Capitals: ΡΟΔΟΜΗΛΟΝ
Transliteration A: rhodómēlon Transliteration B: rhodomēlon Transliteration C: rodomilon Beta Code: r(odo/mhlon

English (LSJ)

Dor. ῥοδόμαλον, τό,
A rose-apple: metaph. of a plump rosy cheek, Theoc.23.8 (ῥοδομάλλον codd., ῥόδα μάλων Ahrens).
II a confection of roses and quinces, Alex.Trall.1.10.

German (Pape)

[Seite 846] τό, eine Marmelade von Quitten mit Rosen gekocht, Alex. Trall.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 pomme-rose, fig. càd joue vermeille ou fraîche comme une rose;
2 confiture de coings et de roses.
Étymologie: ῥόδον, μῆλον².

Greek (Liddell-Scott)

ῥοδόμηλον: Δωρ. - μᾶλον, τό, ῥόδινον μῆλον· μεταφορ., παρειὰ εὐτραφὴς καὶ ῥοδόχρους, Θεόκρ. 23.8. ΙΙ. γλύκυσμα ἐκ ῥόδων καὶ κυδωνίων, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 8.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ῥοδομᾱλον, τὸ, Α
1. ροδόχρωμο μήλο
2. γλύκισμα από κυδώνι και ροδοπέταλα
3. μτφ. παχουλό και ροδόχρωμο μάγουλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + μῆλον / μᾶλον.

Greek Monotonic

ῥοδόμηλον: Δωρ. -μᾶλον, τό, ρόδινο μήλο· μεταφ., ρόδινο και ευτραφές μάγουλο, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ῥοδό-μηλον, δοριξ ῥοδό-μᾱλον, ου, τό,
a rose-apple: metaph. of a rosy cheek, Theocr.