discusión
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
Spanish > Greek
ἀγών, ἀμφιλογία, ἀμφισβασίη, ἀμφισβήτησις, ἀντιβολή, ἀντικατάστασις, ἀντιλογία, ἁψιμαχία, διαβούλιον, δίαιτα, διαλαλιά, διάλεκτος, διάλεξις, διαλογή, διαλογισμός, διάλογος, διαμφισβήτησις, διαστολή, διατριβή, διευκρίνησις, διχοστασία, ἔντευξις, ἐξεργασία, κοινολογία, λέσχη, συζήτησις