αραρίσκω
Greek Monolingual
ἀραρίσκω (Α)
Ι. 1. συνδέω, ταιριάζω μαζί
2. συναρμολογώ, κατασκευάζω
3. εξαρτύω, εξοπλίζω, εφοδιάζω
4. παρασκευάζω, ετοιμάζω
5. κάνω κάτι σύμφωνα με την προτίμηση κάποιου
6. είμαι αρμόδιος, κατάλληλος, έτοιμος, ευχάριστος
II. (μτχ.) ἀρηρώς κ. ἀραρώς, -υῑα, -ός
1. πυκνός στη διάταξη, στερεά συγκροτημένος
2. εφοδιασμένος, στολισμένος
3. προσαρμοσμένος, ταιριαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεστ. αραρίσκω είναι νεώτερος σχηματισμός από τον β' αόριστο ήραρον (απρμφ. αραρείν) και το επίθημα -ίσκω. Ο αόριστος αυτός, καθώς και ο αρχ. πρκμ. ἄραρα, προήλθε από αναδιπλασιασμό της ρίζας αρ - «συνάπτω, ταιριάζω» (πρβλ. αρμ. αόρ. arari «έκανα»), η οποία απαντά επιπλέον σε μια σειρά λέξεων διαφόρων γλωσσών (πρβλ. αβεστ. arānte «εγκαθίσταμαι», αβεστ. arәm «προσαρμοσμένος»). Ο ενεστ. αραρίσκω είναι συνήθης αποκλειστικά στην ποίηση, ήδη στην Ιλιάδα.
ΠΑΡ. άρθρο, άρμα, αρμός
αρχ.
αραρότως, αρθμός, άρμα (Ι), αρμή].