γαύρος

Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(I)
ο
το ψάρι γαύρος, το χαψί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γλαύρος < γραύλος < γγραύλος < εγγραύλος, σχηματισμός κατά τα εις -ος ονόματα ιχθύων < εγγραύλεις, πληθ. του αρχ. ονόματος έγγραυλις «μικρό ψάρι». Κατ' άλλους, γαύρος < γλαύρος < γραύλος, α' συνθετικό του αμάρτ. βυζαντινού γραυλόπαστον (πρβλ. εγγραυλοπαστοφάγος (Πρόδρ.), δηλ. σχηματίστηκε κατ' απόσπαση από σύνθετο όπως σπανοπώγων > σπανός (πρβλ. γαμψός)].———————— (II)
ο
κοινή ονομασία του δέντρου Καρπίνος ο ανατολικός.———————— (III)
ο (AM γαῡρος, -ον)
ο καμαρωτός, ο περήφανος (α. «οὐδὲν γὰρ οὕτω γαῡρον ὡς ἀνὴρ ἔφυ» — δεν υπάρχει πιο αλαζονικό από τον άντρα, Ευρ.
β. «γαῡρος ὄλβῳ» — καμαρώνοντας για τα πλούτη του
νεοελλ.
1. ο σφοδρός, ο ασυγκράτητος («γαύρο το κύμα»)
2. (για βλάστηση) άφθονος («γαύρο χορτάρι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γαύρος συνδέεται με τα γάνυμαι, γαίω, που εκφράζουν την έννοια της χαράς κ.λπ., ίσως και με το γηθέω καθώς επίσης με το μσν. ιρλ. gūαire «ευγενής». Εντούτοις η λ. γαύρος χρησιμοποιείται συχνά με κακή σημασία, δηλώνοντας την υπερηφάνεια, την αλαζονεία. Τέλος, πιθ. να έχει δεχθεί επίδραση από το αγαυός].