επηρεάζω
Greek Monolingual
(AM ἐπηρεάζω)
ασκώ βλαβερή επίδραση
νεοελλ.
1. επιδρώ, επενεργώ («η υγρασία επηρεάζει τα μέταλλα»)
2. (για πρόσ.) επιδρώ στη βούληση ή στο συναίσθημα άλλου («επηρεάζεται εύκολα από τους γύρω του»)
αρχ.-μσν.
1. ενοχλώ («ἐπηρεάζων μοι συνεχῶς καὶ μικρὰ καὶ μείζω»)
2. περιφρονώ, εξυβρίζω
3. προσβάλλω, θίγω
μσν.
1. στενοχωρώ
2. αναγκάζω κάποιον να πληρώσει φόρο
αρχ.
1. απειλώ, φοβερίζω («τάδε σφιλέγετε ἐπηρεάζοντες», Ηρόδ.)
2. φέρομαι αλαζονικά
3. εναντιώνομαι με θράσος σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επήρεια, αντί επηρειάζω κατά προφύλαξη].