παρακεντώ

Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-άω και -έω / παρακεντῶ, -έω, ΝΜΑ
ιατρ. κάνω παρακέντηση σε περίπτωση υδρωπικίας ή αφαίρεσης του καταρράκτη του ματιού, απορροφώ υγρό από μια κοιλότητα του σώματος με παρακέντηση για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς
μσν.
διακοσμώ με κέντημα
αρχ.
1. τρυπώ, κεντώ στις πλευρές, στα πλάγια
2. αφαιρώ τον καταρράκτη του ματιού
3. πιθ. χτυπώ, πλήττω σε ενέδρα
4. μτφ. χρησιμοποιώ δόλο και απάτη εναντίον κάποιου, συκοφαντώ ή, κατά άλλη ερμηνεία, ανακινώ πλαγίως («πεπλασμένως τὸ πρᾱγμα παρακεντοῡσι, οὐκ ἀληθινῶς», Βάττ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + κεντῶ «κεντρίζω»].