πλεκτός

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ή, όν,

   A plaited, twisted, τάλαροι Od.9.247; σειρή 22.175; ἀναδέσμη Il. 22.469; ἅρματα Hes.Sc.63; ὐποθύμιδες Sapph.Supp.23.16; στέφανοι Xenoph.1.2, cf. E.Hipp.73; π. στέγαι wicker mansions, of the Scythian vans, A.Pr.709; ἀρτάναι, αἰῶραι, S.Ant.54, OT1264; κύτος E. Ion37; κανίσκιον Ar.Fr.160; βρόχων πλεκταὶ ἀνάγκαι Xenarch.1.9 (paratrag.); σκεύη π. any plaited or twisted instruments, cordage, X. Oec.8.12.    2 wreathed, ἄνθη A.Pers.618.    3 as Subst. πλεκτή, ἡ, v. sub voce.    b πλεκτόν, τό, basket, SIG1016.4 (Iasos, iv B. C.).

German (Pape)

[Seite 629] geflochten, gedreht, bes. von Korbgeflechten u. Seilen; πλεκτὴν ἀναδέσμην, Il. 22, 469; σειρή, Od. 22, 175; τάλαροι, 9, 247; ἅρματα, Hes. Sc. 63; ἄνθη τε πλεκτά, Aesch. Pers. 610; στέγαι, Prom. 711; πλεκταῖς ἐώραις, ἀρτάναις, Soph. O. R. 1264 Ant. 54; στέφανος, Eur. Hipp. 73; ἀγκύλας, I. T. 1408, u. öfter, u. Sp. oft, s. πλεκτή.

Greek (Liddell-Scott)

πλεκτός: -ή, -όν, (πλέκω) ὡς καὶ νῦν, τάλαροι Ὀδ. Ι. 247· ἀναδέσμη Χ. 175· σειρὴ Ἰλ. Χ. 469· ἅρματα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 63· οὕτω παρ’ Ἀττ., π. στέγαι, οἰκήματα ἐκ πλεγμάτων, ἐπὶ τῶν Σκυθικῶν ἁμαξῶν, Αἰσχύλ. Πρ. 709· ἀρτάναι, ἐῶραι Σοφ. Ἀντ. 54, Ο. Τ. 1264· πλ. κύτος Εὐρ. Ἴων 37· κανίσκιον Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 208· πλεκτὴ Αἰγύπτου παιδεία, ἡ πλεκτὴ ἐργασία τῆς Αἰγ., δηλ. σχοινία ἐκ βύβλου, Εὐρ. Τρῳ. 128· βρόχων πλεκταὶ ἀνάγκαι, τραγικὴ φράσις ἐν Ξενάρχου «Βουταλίωνι» 1. 9· σκεύη πλεκτά, τὰ πεπλεγμένα, δηλ. σχοινία, Ξεν. Οἰκ. 8. 12. 2) πεπλεγμένος εἰς στέφανον, ἄνθη Αἰσχύλ. Πέρσ. 618· στέφανος Εὐρ. Ἱππ. 73. 3) ὡς οὐσιαστ., πλεκτή, ἡ, ὅρα τὴν λέξιν.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. 1 tressé, entrelacé;
2 p. anal. ajusté, assemblé;
II.πλεκτή :
1 corde, câble;
2 enroulement ou replis d’un serpent.
Étymologie: adj. verb. de πλέκω.

English (Autenrieth)

(πλέκω): braided, twisted.

English (Slater)

πλεκτός
   1 woven ὁ δ' ἄφ[αρ π]λεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[..].ε τραπεζαν προβάτων ἁλυσιωτὸν δἰ ἑρκέων (supp. Lobel: i. e. a chain) fr. 169. 26.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πλεκτός, -ή, -όν, ΝΑ, και πλεχτός Ν πλέκωΜ αυτός που κατασκευάζεται με πλέξιμο (α. «πλεκτό καλάθι» β. «ἔπειτα μήτηρ καὶ γυνὴ διπλοῡν ἔπος, πλεκταῑσιν ἀρτάναισι λωβᾱται βίον», Σοφ.)
νεοελλ.
1. το θηλ. ως ουσ. η πλεκτή
ναυτ. είδος πλέγματος ισχυρότερο από το συνηθισμένο, αλλ. πλεξίδα
2. το ουδ. ως ουσ. το πλεκτό
ένδυμα κατασκευασμένο με πλέξιμο, με ή χωρίς μανίκια
3. φρ. «πλεκτή ομοιοκαταληξία» — μορφή ομοιοκαταληξίας κατά την οποία ο πρώτος στίχος ομοιοκαταληκτεί με τον τρίτο, ο δεύτερος με τον τέταρτο, ο πέμπτος με τον έβδομο, ο έκτος με τον ὁγδοο
αρχ.
1. αυτός που έχει συστραφεί και, κυρίως για άνθος, ο πλεγμένος σε στέφανο («ἐλάας καρπὸς εἰώδης πάρα, ἄνθη τε πλεκτά», Αισχύλ.)
2. το θηλ. ως ουσ. α) σπείρα («θανόντος ἐν πλεκταῑσι καὶ σπειράμασιν δεινῆς ἐχίδνης», Αισχύλ.)
β) συνεστραμμένο σχοινί, κάλως, παλαμάρι
γ) πλεκτό καλάθι ή δίχτυ για τα ψάρια, ψαροκόφινο
δ) το πλοκάμι του χταποδιού και άλλων θαλασσινών
ε) η ψάθα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλεκτόν
το καλάθι
4. φρ. α) «πλεκταὶ στέγαι»
(σχετικά με τις σκυθικές άμαξες) ψάθινες κατοικίες («οἳ πλεκτὰς στέγας πεδάρσιοι ναίουσ' ἐπ' εὐκύκλοις ὄχοις», Αισχύλ.)
β) «πλεκτά σκεύη» — περιπεπλεγμένα σχοινιά, καραβόσχοινα, παλαμάρια
γ) «πλεκτὴ Αἰγύπτου παιδεία» — η πλεκτική τέχνη της Αιγύπτου, δηλαδή η κατασκευή σχοινιών από πάπυρο.