δοκεύω
English (LSJ)
A keep an eye upon, watch narrowly, ἑλισσόμενόν τε δοκεύει [the hound] watches [the boar] turning to bay, Il.8.340; Θόωνα μεταστρεφθέντα δοκεύσας having watched for his turning round, 13.545; Ἄμφικλον ἐφορμηθέντα δοκεύσας 16.313; τὸνπροὔχοντα δοκεύει watches him that is before [in the race], 23.325; of the Great Bear, ἥ τ' . . Ὠρίωνα δοκεύει watches the hunter Orion, 18.488; λόχμαισι δ. lie in wait for [them] in... Pi.O.10(11).30, cf. AP6.45, Theoc.9.26; νιν . . ὄψεται δοκεύοντα will see him playing the spy, E.Ba.984 (lyr.); ἃ μὴ θέμις οὐκ ἐδόκευσα sought not for, IG14.2068. 2 expect, c. acc., Arat.987, al.: c. gen., ἀνέμοιο γαληναίης τε δ. Id.813. 3 in later Poets, observe, see, Nonn.D.1.530, al., AP5.252 (Iren.), Man.6.142; also, think, Orph.A.891,1083.
German (Pape)
[Seite 652] (mit δέχομαι verwandt), aufpassen, auflauern, Achtung geben, τινά oder τί, auf Jemanden (Etwas), Ap. Lex. Hom. p. 50, 14 δοκεαει· ἐπιτηρεῖ Hom. Iliad. 8, 340. 13, 545. 16, 313. 18, 488. 23, 325 Odyss. 5, 274. – Folgende: λόχμαισι δοκεύσαις ἐδάμασεν αὐτοὺς Ἡρακλῆς Pind. Ol. 11, 30; Eur. Bacch. 982 u. sp. D., wie Theocr. 21, 42 Ap. Rh. 2, 1569, die es auch wie Nonn. und Col. in der Bdtg »meinen«, »betrachten«, »sehen« gebrauchen; vgl. Iul. Aeg. 38 (IX, 763); oft Christod. ecphr.
Greek (Liddell-Scott)
δοκεύω: (δέχομαι) τηρῶ, παρατηρῶ, παραφυλάττω, ἑλισσόμενόν τε δοκεύει ὁ κύων, προφυλακτικῶς παρατηρεῖ τὸν κάπρον στρεφόμενον, Ἰλ. Θ. 340· οὕτω, Θόωνα μεταστρεφθέντα δοκεύσας Ν. 545· Ἄμφικλον ἐφορμηθέντα δοκεύσας Ζ. 313 τὸν προύχοντα δοκεύει, παρατήρει τὸν πρὸ αὐτοῦ ἐν τῷ δρομικῷ ἀγῶνι, Ψ. 325· ἐπὶ τῆς μεγάλης Ἄρκτου, ἢ τ’… Ὠρίωνα δοκεύει, παραφυλάττει τὸν κυνηγὸν Ὠρίωνα, Ἰλ. Σ. 488. Ὀδ. Ε. 274· λόχμαισι δ., ἐνεδρεύει αὐτοὺς ἐν…, Πίνδ. Ο. 10. 36 (9. 30)· νιν. ὄψεται δοκεύοντα, θὰ ἴδη αὐτὸν κατασκοπεύοντα, κατοπτεύοντα. Εὐρ. Βάκχ. 984· ἃ μὴ θέμις οὐκ ἐδόκευσα, δὲν ἐπετηρῶ, βλέπω, συχν. παρὰ Νόνν. καὶ ἐν τῇ Ἀνθ.· ὡσαύτως, σκέπτομαι, Ὀρφ. Ἄργον. 894.
French (Bailly abrégé)
observer, épier, attendre comme en embuscade, acc..
Étymologie: R. Δοκ, cf. δοκέω.
English (Autenrieth)
aor. part. δοκεύσᾶς, mid. perf. δεδοκημένος: observe sharply, watch; τινά, Ψ 32, Od. 5.274; abs., ἑστήκει δεδοκημένος, ‘on the watch,’ Il. 15.730.
English (Slater)
δοκεύω
1 ambush λόχμαισι δὲ δοκεύσας ὑπὸ Κλεωνᾶν δάμασε καὶ κείνους Ἡρακλέης (O. 10.30)
Spanish (DGE)
• Morfología: [med. pres. part. atem. δοκεύμενος Opp.C.4.109, Orph.A.1351; aor. part. δοκεύσαις Pi.O.10.30]
I tr.
1 en pres., c. ac. de concr. vigilar atenta o cautelosamente, acechar κύων ... ἑλισσόμενόν τε δοκεύει un perro acecha a (la fiera) que se revuelve, Il.8.340, τὸν προὔχοντα δοκεύει Il.23.325, νιν ὄψεται δοκεύοντα E.Ba.984, ἰχθύας de un pescador, Theoc.21.42, κόρας Lyc.1168, cf. 509, Arat.987, Opp.H.1.13
•en v. med. mismo sent. τριγίγαντα δοκεύμενοι Orph.A.1351
•gener. tard. observar, contemplar, mirar πέδον ... δοκεύεις miras al suelo, AP 5.253 (Iren.), cf. Orph.L.108, Nonn.D.1.530, 17.105
•dicho de las constelaciones, para describir sus posiciones Ἄρκτον ... ἥ τ' ... τ' Ὠρίωνα δοκεύει Il.18.488, cf. Man.6.142
•en aor. c. ac. y part. predic. sorprender Θόωνα μεταστρεφθέντα δοκεύσας, οὔτασ' sorprendiendo a Toón cuando se daba la vuelta, le hirió, Il.13.545, Ἄμφικλον ἐφορμηθέντα δοκεύσας Il.16.313, cf. Hes.Sc.333, 425, AP 6.45
•c. ac. de abstr. investigar, indagar ἃ μὴ θέμις οὐκ ἐδόκευσα no indagué lo que no está permitido (a los mortales), IUrb.Rom.1351.5 (III/IV d.C.).
2 imaginar οὐκ' εἶδον οὐδ' ἐδόκευσα νόῳ Lyr.Adesp.7(e).17
•c. inf. pensar, creer, esperar ὅ γ' ἐκ βόθροιο δοκεύμενος αὐτίκ' ἀλύξειν Opp.l.c., οὐκέτι δὲ προφυγεῖν ἐδοκεύμεθα λυγρὸν ὄλεθρον Orph.A.1083, παπταίνειν ἐδόκευε τὸν ... βασιλῆα Colluth.262.
II intr.
1 estar al acecho, estar a la espera δοκεύων παῖδας ἑοὺς κατέπινε Hes.Th.466, cf. 772, σύλασκε δοκεύων Hes.Sc.480, λόχμαισι δὲ δοκεύσαις Pi.l.c., cf. A.R.2.1269, Theoc.9.26, Nonn.D.46.133
•c. gen. estar a la espera, aguardar ἀνέμοιο γαληναίης τε δοκεύειν Arat.813.
2 meditar, hacer planes περὶ φρεσὶ δ' ᾗσι δοκεύομεν Orph.A.891.
• Etimología: Cf. δοκέω.
Greek Monolingual
δοκεύω (Α)
1. παρατηρώ, παραφυλάω
2. κοιτάζω, βλέπω
3. αναμένω, περιμένω («ἀνέμοιο γαληναίης τε δοκεύω», Άρατος)
4. επιζητώ, επιδιώκω
5. σκέπτομαι
6. νομίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. δοκεύω, όπως και τα δοκάω, δοκάζω, δοκώ, εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας δεκ- του δέχομαι].
Greek Monotonic
δοκεύω: μέλ. -σω (δέχομαι), παρακολουθώ, παρατηρώ, παρακολουθώ στενά, παραμονεύω, καραδοκώ, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ., Ευρ.