ἀνθρακιά
English (LSJ)
ᾶς, Ep. ἀνθρᾰκ-ιή, ῆς, ἡ,
A burning charcoal, hot embers, ἀνθρακιὴν στορέσαι Il.9.213; ὑποθεῖναι Hp.Nat.Mul.61; ἀνθρακιᾶς ἄπο a broil hot from the embers, E.Cyc.358, cf. AP6.105 (Apollonid.); ἐπ' ἀνθρακιᾶς ὀπτῆσαι Cratin. 143; σου τῆς ἀνθρακιᾶς ἀπολαύει warms himself at your fire, Ar.Eq. 780: metaph. of lovers, τιθέναι τινὰ ὑπὸ ἀνθρακιῆ or ἀνθρακιήν AP12.17,166 (Asclep.); Κύπριδος ἀ. ib.5.210 (Posidipp.). 2 black sooty ashes, ib.11.66 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 233] ἡ, Kohlenhause, Il. 9, 213; Ar. Equ. 777. Häufig in der Anthologie von Verliebten, z. B. κύπριδος Posidip. 8 (V, 211); θέσθε με ἀνθρακιήν, ihr machtet mich zu einem Kohlenhaufen, verzehrtet mich in Liebesgluth, Asclep. 13 (XII, 166); vgl. Mel. 15; Ep. ad. 3 (XII, 72. 17). – Kohlenschwärze, Antiphil. (XI, 66), wo ἀνθρακίη accentuirt ist.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρᾰκιά: ᾶς, Ἐπ. -ιῆ, ῆς, ἡ, ἀνθρακιὰ εἶναι κυρίως ὅταν τις καύσῃ ξύλα καὶ ἀφοῦ μαρανθῇ ἡ φλὸξ ἁπλώσῃ τοὺς πεπυρακτωμένους ἄνθρακας ὡς ὅταν ὀπτῶμεν τοὺς ὀβελίας ἀμνούς· τὸ αὐτὸ ἔπραττον καὶ ἐπὶ Ὁμήρου: ἀνθρακιήν στορέσας ὀβελοὺς ἐφύπερθε τάνυσσεν Ἰλ. Ι. 213· ἐπιθεὶς ἀνθρακιὴν Ἱππ. 581. 33· ἀνθρακιᾶς ἄπο, ἀπὸ τὴν «φωτιάν», ζεστά, Εὐρ. Κύκλ. 358, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 105· κάπ’ ἀνθρακιᾶς ὀπτήσας Κρατῖν. ἐν «Ὀδυσσεῦσιν» 5· ὀτιή σου τῆς ἀνθρακιᾶς ἀπολαύει, «διότι ζεσταίνεται μὲ τὴν φωτιάν σου», «ὅτι τῶν σῶν ἀγαθῶν ἀπολαύει» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 780: μεταφ. ἐπὶ ἐραστῶν, ναὶ πάντως τέφρην θέσθε με κἀνθρακιὴν Ἀνθ. Π. 12. 166, 5· δάκρυα καὶ κῶμοι, τί μ’ ἐγείρετε, πρὶν πόδας ἆραι ἐκ πυρός, εἰς ἑτέρην Κύπριδος ἀνθρακιήν; αὐτόθι 5. 211. 2) μέλαινα αἰθαλώδης τέφρα, αὐτόθι 11. 66.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
amas de charbon.
Étymologie: ἄνθραξ.
English (Slater)
ἀνθρᾰκιά
1 embers “δοιὰ βοῶν θερμὰ πρὸς ἀνθρακιὰν στέψαν” (Schr.: δεἰς ἀνθ. codd.) fr. 168. 2.
Spanish (DGE)
-ᾶς, ἡ
• Alolema(s): jón., ép. -ιή, -ής y -ίη, -ίης Il.9.213, Hp.Nat.Mul.61
1 ascuas, carbones encendidos, rescoldo ἀνθρακιὴν στορέσας Il.l.c., δοιὰ βοῶν θερμὰ πρὸς ἀνθρακιὰν στέψαν Pi.Fr.168.2, ὑποθεὶς ἀνθρακίην Hp.l.c., ἑφθὰ καὶ ὀπτὰ καὶ ἀνθρακιᾶς ἄπο asadas y cocidas a la brasa (carnes), E.Cyc.358, σοῦ τῆς ἀνθρακιᾶς ἀπολαύει se aprovecha de tu fuego Ar.Eq.780, ἀνθρακιὰν πεποιηκότες habiendo encendido un fuego de carbón, Eu.Io.18.18, cf. LXX 4Ma.9.20, PMag.4.2468, ἐπ' ἀνθρακιῇ δὲ τανύσσας σπλάγχνα Nonn.D.5.23, cf. AP 6.105 (Apollonid.).
2 fig. hoguera, llama del amor ἀλλά με πυρσοὶ ἄρσενος ... θῆκαν ἐπ' ἀνθρακιῇ AP 12.17, cf. 166 (Asclep.), Κύπριδος ἀ. AP 5.211 (Posidipp.Epigr.).
English (Strong)
from ἄνθραξ; a bed of burning coals: fire of coals.
English (Thayer)
(on accent cf. Etym. Magn. 801,21; Chandler § 95), ἀνθρακιᾶς, ἡ, a heap of burning coals: Homer, Iliad 9,213, etc.) (Cf. BB. DD. under the word <TOPIC:Coal>.)
Greek Monolingual
και αθρακιά, αθράκα, θράκα, η (AM ἀνθρακιά και Α επικ. ἀνθρακιή)
1. σωρός από αναμμένα κάρβουνα
2. στάχτη από κάρβουνα, καπνιά
νεοελλ.
η φωτιά που ανάβουν την παραμονή του Αγίου Ιωάννου του Κλήδονα (24 Ιουνίου)
αρχ.
μτφ.
1. τα αγαθά
2. (για εραστές) μεγάλος, φλογερός έρωτας.
Greek Monotonic
ἀνθρᾰκιά: -ᾶς, Επικ. -ιή, -ῆς, ἡ (ἄνθραξ),
1. σωρός από ξυλοκάρβουνα, ζεστή θράκα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀνθρακιᾶς ἄπο, ζεστός από τη χόβολη, σε Ευρ.
2. μαύρη αιθαλώδης στάχτη, σε Ανθ.