φορμός

Revision as of 02:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ὁ, (φέρω)

   A basket for carrying corn, etc., Hes.Op.482, IG12.334.10, PSI4.332.13 (iii B. C.); φ. ψάμμου πλήρεες Hdt.8.71; φ. πληρούμενοι ψάμμου Aen.Tact.32.2; φ. ἀχύρων σεσαγμένοι Plb.1.19.13, cf. Poll.7.174; prov., ὁ ἐν Αυκείῳ τὸν φορμὸν δούς 'a friend in need is a friend indeed', Arist.Rh.1385a28.    2 mat, Hdt.3.98, Ar.Pl. 542 (anap.), Thphr.HP2.6.11; φ. σχοίνινος Ar.Fr.172.    3 seaman's cloak of coarse plaited stuff, Theoc.21.13, Paus.10.29.8.    II a measure of corn, Lys.22.5; φ. πυρῶν Ar.Th.813 (anap.).    III sieve, διὰ φορμοῦ ἐκθλίψας Dsc.1.35.

German (Pape)

[Seite 1300] ὁ (mit εἴρω, ὅρμος zusammenhangend), 1) alles aus Binsen, Schilf Geflochtene; ein geflochtener Korb, um z. B. abgeschnittene Aehren darin zu sammeln und zu tragen, Hes. O. 484; zum Sandtragen, Her. 8, 71; φορμοὶ ἀχύροις σεσαγμένοι Pol. 1, 19, 13; – eine geflochtene Decke, Matte, Her. 3, 98; Arist. rhet. 2, 7; – ein Schifferkleid aus grobem, geflochtenem Zeuge, Theocr. 21, 13; Paus. 10, 29, 24. – 2) ein Bündel Holz, τῶν φρυγάνων D. L. 4, 1,6. – 3) ein Getreidemaaß, ungefähr so viel wie ein Medimnos, Lys. 22, 5, Gesetz μὴ πλείω σῖτον συνωνεῖσθαι πεντήκοντα φορμῶν; vgl. Böckh ath. Staatshaush. I p. 89; πυρῶν Ar. Th. 813.

Greek (Liddell-Scott)

φορμός: ὁ, (φέρω) σκεῦος πλεκτόν, κόφινος πρὸς μεταφορὰν γεννημάτων ἢ ἄλλων πραγμάτων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 480· φορμ. ψάμμου Ἡρόδ. 8. 71· φ. ἀχύρων σεσαγμένοι Πολύβ. 1. 19, 13, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 174· ― παροιμ., ὁ ἐν Λυκείῳ φορμὸν δούς, ἐπὶ ὑπηρεσίας γενομένης κατὰ τὴν ἀναγκαιοτάτην στιγμήν, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 7, 3. 2) στρῶμα πλεκτόν, Λατ. storea, Ἡρόδ. 3, 98· φ. σχίνινος Ἀριστοφ. Πλ. 542, Ἀποσπ. 227. 3) ἔνδυμα ναύτου ἐκ χονδροῦ ὑφάσματος, Θεόκρ. 21. 13, πρβλ. Παυσ. 10. 29, 8. ΙΙ. μέτρον σίτου, Λυσίας 164. 33· φ. πυρῶν Ἀριστοφ. Θεσμ. 813· ― περίπου ὅσον εἷς μέδιμνος, Böckh. P. E. 1, σ. 111.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
tissu de jonc ou de sparte, particul.
1 panier ou corbeille pour transporter du grain;
2 natte, tapis, couverture.
Étymologie: φέρω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. πλεκτό σκεύος, κατάλληλο κυρίως για τη μεταφορά σιτηρών
2. πλεκτό κάλυμμα ή στρώμα, ψάθα
3. ναυτικό ένδυμα από χοντρό πλεκτό ύφασμα
4. μονάδα μέτρησης σιτηρών, ισοδύναμη σχεδόν με τον μέδιμνο
5. δέσμη ξύλων, δεμάτι
6. κόσκινο, κρησάρα
7. παροιμ. «ὁ ἐν Λυκείῳ φορμὸν δούς» — δηλώνει ότι αληθινός φίλος είναι εκείνος που δίνει βοήθεια στην πιο κρίσιμη στιγμή (Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φορμός, κατά την επικρατέστερη άποψη, αποτελεί παρ. του ρ. φέρω και έχει αρχική σημ. «καλάθι για μεταφορές γεννημάτων», η οποία στη συνέχεια επεκτάθηκε, με αποτέλεσμα η λ. φορμός να χρησιμοποιηθεί για τη δήλωση διαφόρων πλεκτών, ψάθινων αντικειμένων. Ανάλογη προέλευση έχουν και οι συγγενείς σημασιολογικά τ. τάλαρος (< ρίζα tela- «σηκώνω, ζυγίζω, μεταφέρω», βλ. και λ. τάλας) και φέρνιον (< φερνή < φέρω). Η σύνδεση της λ. φορμός με τους τ. φάραι ὑφαίνειν, πλέκειν και φᾶρος «ύφασμα» δεν θεωρείται πιθανή].

Greek Monotonic

φορμός: ὁ (φέρω
I. 1. σκεύος για μεταφορά καρπών σε Ησίοδ., Ηρόδ.
2. στρώμα πλεκτό, Λατ. storea, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
3. ένδυμα ναυτικού από χοντρό πλεκτό ύφασμα, σε Θεόκρ.
II. μέτρο σίτου, σε Λυσ.