ἀλίβας

Revision as of 15:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

αντος, ὁ,

   A dead body, corpse, ἔνεροι καὶ ἀλίβαντες Pl.R. 387c, cf. IPE12.519 (Cherson.).    2 dead river, i.e. Styx, S.Fr. 790 (cf. 994).    3 dead wine, i.e. vinegar, Hippon.102; ἔβηξαν οἷον (v.l. οἶνον) ἀλίβαντα (or ἁλίβ-, i.e. οἱ ἀλίβ-) πίνοντες Call.Fr. 88; cf. EM63.52. (Ancient Gramm. derived the word fr. ἀ- priv., λιβάς and gave it the meaning dry, withered, cf. Did. ap. Sch.Ar.Ra. 186, Corn.ND35, Plu.2.736a; the quantity of the first a is dub.)

German (Pape)

[Seite 95] αντος, ὁ (von λιβάς, nach den Alten, ohne Lebenssaft, dem διερός entgegengesetzt), der Todte, Soph. frg. 751; ἔνεροι καὶ ἀλίβαντες, Plat. Rep. III, 387 c (Schol. διὰ τὴν λιβάδος ἀμεθεξίαν); Plut. Symp. VIII, 10, 3 verbindet es mit σκελετός, beide Namen seien von der ξηρασία hergenommen; Call. frg. 88 soll nach E. M. οἶνος ἀλ. (entweder todter Wein, der kein Wein ist, oder der sich nicht zu Spenden eignet) Essig sein.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλίβας: αντος, ὁ, πτῶμα νεκροῦ, Ἱππῶναξ. 102· ἔνεροι κατ᾿ ἀλίβαντες, Πλάτ. Πολ. 387C· πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 188, 196. 2) ὁ ποταμὸς τῶν νεκρῶν, ὅ ἐ. ἡ Στύξ, Σοφ. Ἀποσπ. 751· πρβλ. 831. 3) οἶνος μεταβεβλημένος, δηλ. ὄξος· ἔβηξαν οἷον (ἑτέρα γραφὴ οἶνον) ἀλίβαντα πίνοντες, Καλλ. Ἀπόσπ. 88· ἴδε Ἐτυμ. Μ. 63. 52. (Οὐδὲν εἶναι γνωστὸν περὶ τῆς ἀρχῆς τῆς λέξεως διότι ἡ γνώμη τῶν γραμμ. ὅτι κυρίως σημαίνει ξηρός, ἐξηραμμένος (α στερητ. καὶ λιβάς) ἀναιρεῖται ἐκ τοῦ ὅτι ἡ ποσότης εἶναι ᾱλίβας. Ὁ Ἡσύχιος ἀναφέρει Λακων. λέξ. ἀκχαλίβαρ = κράββατος, ὅπερ πιθανὸν νὰ ἔχῃ συγγένειάν τινα πρὸς αὐτό).

French (Bailly abrégé)

αντος;
adj.
sans suc, sans sève ; desséché, mort ; subst.ἀλίβας SOPH le fleuve des enfers.
Étymologie: ἀ, λείβω.

Spanish (DGE)

-αντος, ὁ

• Prosodia: [ᾱλῐ-]
I fantasma, cadáver, alma en pena ἔνεροι καὶ ἀλίβαντες Pl.R.387c, ψυχαὶ δὲ κατα[χ] θονίων ἀ[λι] βάντων IPE 12.519.11 (Quersoneso Táurico II d.C.), cf. Did. en Sch.Ar.Ra.186D., Corn.ND 35, Plu.2.736a, 956a, Hsch., Phot.α 949, Sud., EM α 843, Eust.1559.45, cf. ἀλύβας.
II fig.
1 vino muerto o picado e.d. vinagre Hippon.189, Call.Fr.216, cf. Hsch., Phot.α 949, Sud.
2 agua muerta o simpl. como n. propio Alibas uno de los ríos del Hades, Hsch., Phot.α 949, Sud.s.u. κήρ, EM 550.34G., Eust.1237.20.
III 1sent. dud., quizá un tipo de herramienta, BGU 544.25 (II d.C.), cf. BL 1.51.
2 entom., un tipo de saltamontes o grillo, quizá Trogophilus cavila ἀ.· βροῦχος Hsch.

• Etimología: Se propone una etim. popular = ‘seco’ (παρὰ τὸ μὴ λιβάδα ἔχειν) o bien un préstamo (cf. lat. Libitina diosa de los muertos y etrusco lupu ‘ha muerto’.

Greek Monolingual

ἀλίβας (-αντος), ο (Α)
1. πτώμα νεκρού, νεκρός
2. ο ποταμός τών νεκρών, η Στυξ
3. γλυκάδι, ξίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της Αρχαίας, σημασιολογικώς στενά συνδεδεμένη με τον Κάτω κόσμο. Στον Πλάτωνα, η λ. απαντά παράλληλα με την ποιητική λ. ἔνερος (ἔνεροι και ἁλίβαντες) κατά την περιγραφή τών μελανών σημείων του Κάτω κόσμου. Στον Σοφοκλή η λ. ἀλίβας απαντά (ος χαρακτηρισμός της Στυγός με τη σημασία «νεκρό ποτάμι». Η λ. απαντά επίσης και με τη σημασία «ξίδι», δηλ. «νεκρό κρασί» (οἶνον ἀλίβαντα πίνοντες). Ετυμολογικά η λ. ειναι αβέβαιης προελεύσεως. Πιθανώς να πρόκειται για προϊόν συνθέσεως με α΄ συνθ. ἁλι- (< ἅλς) και β΄ συνθ. -βαντες < βαίνω (πρβλ. και ὀκρίβας, κιλλίβας), επειδή πίστευαν πως οι ψυχές τών νεκρών περιπλανιόνταν στα κύματα. Κατ’ άλλη άποψη, η λ. πιθ. να είναι δάνειο, που συνδέεται με τη λατινική θεότητα τών νεκρών Libitina και με τον ετρουσκικό τ. lupu «είναι νεκρός»].

Greek Monotonic

ἀλίβας: [ᾱ], -αντος, ὁ, νεκρό σώμα, πτώμα, σε Πλάτ. (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀλίβας: αντος (ᾱλῐ) ὁ
1) мертвец Plat., Plut.;
2) река мертвых, т. е. Стикс Soph.