ἀνήμερος

Revision as of 16:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον,

   A not tame, wild, savage, of persons, πολιήτας Anacr. 1.7; ἀνήμεροι γάρ, οὐδὲ πρόσπλατοι ξένοις A.Pr.716, cf. Carneisc. Herc.1027.16, 2 Ep.Ti.3.3, Arr.Epict.1.3.7; of a country, A.Eu.14; ἐκβολή E.Hec.1078; βίος Plu.2.86d; διάθεσις Phld.Ir.p.57 W., cf. p.85: Sup., Clearch.37. Adv. -ρως, ἀ. τισὶ χρήσασθαι D.S.13.23.

German (Pape)

[Seite 229] ungezähmt, wild, von Thieren; daher grausam, roh; auch von Menschen, Aesch. Pr. 718; Anacr. 65, 7; Antiphan. 1 (XI, 348); δαίς Eur. Hec. 1078; von Pflanzen = wild wachsend, nicht veredelt; χθών, nicht angebaut, Aesch. Eum. 14. Auch δίαιτα, D. Hal. 1, 41. – Adv. ἀνημέρως, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνήμερος: -ον, ὁ μὴ ἥμερος, ἄγριος, ἀτίθασος, ἐπὶ προσώπων, πολιήτας Ἀνακρ. 1. 7· ἀνήμεροι γὰρ οὐδὲ πρόσπλατοι ξένοις Αἰσχύλ. Πρ. 716· ἐπὶ χώρας, ὁ αὐτ. Εὐμ. 14· ἐκβολὴ Εὐρ. Ἑκ. 1077· βίος Πλούτ. 2. 86D. - Ἐπίρρ. -ρως Διοδ. Ἀπόσπ. (Μαΐου) σ. 100.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non apprivoisé, sauvage.
Étymologie: ἀ, ἥμερος.

Spanish (DGE)

-ον
1 salvaje de anim. θῆρες Clearch.32, ἵπποι Ael.NA 15.25, de pers. πολιῆται Anacr.1.7, Χάλυβες ἀνήμεροι γὰρ οὐδὲ πρόσπλατοι ξένοις A.Pr.716, ἄνθρωποι 2Ep.Ti.3.3, cf. Carneisc.16, Arr.Epict.1.3.7, del campesino, Chrysipp.Stoic.3.169, δεσπόται Ph.1.186
del carácter ἦτορ Orác. en Didyma 496B.6, διάθεσις Phld.Ir.57, 85, πάθη Ph.1.68
de otros abstr. ἐκβολή E.Hec.1078, βίος Plu.2.86d
de una reg., A.Eu.14
subst. τὸ ἀ. καὶ ἄγριον σβέσαντας τοῦ θυμοῦ D.Chr.12.51.
2 adv. -ως salvajemente, bárbaramente τοὺς ἄλλοις ἀνημέρως χρησαμένους D.S.13.23, ὠμῶς τε καὶ ἀ. Cyr.Al.M.71.784B.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and hemeros (lame); savage: fierce.

English (Thayer)

ἀνημερον (alpha privative and ἥμερος), not tame, savage, fierce: Anacreon (530 B.C.>) 1,7) Aeschylus down.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνήμερος, -ον)
μη ημερωμένος, άγριος
νεοελλ.
φρ. «γίνομαι θηρίο ανήμερο» — θυμώνω, οργίζομαι φοβερά
αρχ.
1. άγριος, ατίθασος
2. (για τόπο) απόκρημνος, βραχώδης.

Greek Monotonic

ἀνήμερος: -ον, ατίθασος, άγριος, αδάμαστος, λέγεται για πρόσωπα και χώρες, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνήμερος: 1) неприрученный, дикий (ζῷον Plut.; θήρ Anth.);
2) некультурный, грубый (πολίτης Anacr.; Χάλυβες, χθών Aesch.; βίος, πάθος Plut.);
3) жестокий, свирепый, бесчеловечный (δαίς Eur.).

Middle Liddell


not tame, wild, savage, of persons and countries, Aesch.