γλύφω

Revision as of 18:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

[ῠ], fut.

   A γλύψω LXX Ex.28.9: aor. ἔγλυψα Str.9.2.25:— Med., aor. ἐγλυψάμην Theoc.Ep.8, Plu.2.806d:—Pass., aor. 1 part. γλυφθέν AP6.229 (Crin.), but aor. 2 γλυφέν [ῠ] App.Anth.3.79 (Posidipp.), Ps.-Callisth.3.22, (δια-) Ael.VH14.7: pf. γέγλυμμαι AP9.752 (Ascl. or Antip. Thess.), Pl.Smp.216d, (ἐγ-) Hdt.2.106, but ἐξ-έγλ- Eup.331, Pl.R.616d:—carve, cut out with a knife, ναῦς τ' ἔγλυφεν Ar.Nu.879; γ. σφρηγῖδας engrave them, Hdt.7.69, cf. Pl. Hp.Mi.368c; of sculptors, opp. γράφω, Hdt.2.46, Str.l.c.; ἔγλυψέν με σίδηρος, written under a statue, IG14.973:—Med., cause to be engraved, Theoc.l.c., Plu. l.c.    II note down or write [on waxen tablets], τόκους AP11.289 (Pall.).    III Pass., to be hatched, ἕως γλυφῆναι τὰ ὠά Antig.Mir.97. (Cf. Lat.glūbo 'peel', glūma 'husk', OHG. klioban 'cleave'.)

Greek (Liddell-Scott)

γλύφω: [ῠ]· μέλλ. γλύψω Ἑβδ.· ἀόρ. ἔγλυψα Στράβων 410, Ἀνθ. Π. 9. 818, πρβλ. ἐγ-, παραγλύπτω:― Μέσ., ἀόρ. ἐγλυψάμην Θεόκρ., Πλούτ.:― Παθ., ἀόρ. α΄ μεταγ. γλυφθὲν Ἀνθ. Π. 6. 229, ἀλλ’ ἀόρ. β΄ γλυφὲν [ῠ] αὐτ. παραρτ. 66, (δι-) Αἰλ.· πρκμ. γέγλυμμαι Ἀνθ. Π. 9. 752, (ἐγ-) Ἡρόδ., ἀλλὰ ἔγλυμμαι Πλάτ. Συμπ. 216D, (ἐξ-) Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 42, Πλάτ. Πολιτ. 616D, (Ἴδε ἐν λ. γλάφω.) Σκαλίζω, κόπτω διὰ μαχαιρίου, ναῦς τ’ ἔγλυφεν, ἐπὶ παιδίου, Ἀριστοφ. Νεφ. 879· γλ. σφρηγῖδας, σκαλίζω ἢ κοσμῶ αὐτὰς διά τινος τύπου, χαράττω, Ἡρόδ. 7. 69, πρβλ. Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 368C· ἐπὶ γλυπτῶν, ἀντίθ. τῷ γράφω, Ἡρόδ. 2. 46, Στράβων 410· ἔγλυψέν με σίδηρος, εὑρεθὲν ἐν τῇ βάσει ἀγάλματος, Συλλ. Ἐπιγρ. 5972·― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Πλούτ. 2. 806D. ΙΙ. σημειῶ ἢ γράφω [ἐπὶ κηρωτῶν πινάκων], τόκους Ἀνθ. Π. 11. 289· πρβλ. τοκογλύφος.

French (Bailly abrégé)

f. γλύψω, ao. ἔγλυψα, pf. inus.
Pass. ao. ἐγλύφθην, ao.2 ἐγλύφην, pf. γέγλυμμαι et ἔγλυμμαι;
sculpter;
Moy. γλύφομαι (ao. ἐγλυψάμην) graver ou faire graver pour soi.
Étymologie: R. Γλυφ, tailler ; cf. lat. sculpo, cf. γράφω = lat. scribo, etc.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῠ-]

• Morfología: [aor. pas. part. neutr. γλυφέν Posidipp.Epigr.20.3, Ps.Callisth.120.6]
I 1cincelar, grabar c. ac. de obj. ext. σφρηγῖδας Hdt.7.69, δακτυλίους Pl.Hp.Mi.368c, γλύψεις ἐν αὐτοῖς (λίθοις) τὰ ὀνόματα τῶν υἱῶν Ισραήλ LXX Ex.28.9, cf. PMag.62.40 (III d.C.)
afilar, sacar punta en v. pas. κάλαμοι SB 10241.re.12 (I d.C.)
esculpir, tallar c. ac. int. γράφουσί τε δὴ καὶ γλύφουσι ... τοῦ Πανὸς τὤγαλμα pintan y esculpen la imagen de Pan Hdt.2.46, ναῦς Ar.Nu.879, ref. a una estatua de Praxíteles, Str.9.2.25, ἔγλυψέν με σίδηρος escrito bajo una estatua IUrb.Rom.152 (II/III d.C.)
abs. οἱ πλάσσοντες καὶ γλύφοντες los que forjan y esculpen ídolos LXX Is.44.9
en v. pas. καὶ ἀδύνατον γλύφεσθαι τῶν ὀστῶν μόνον ref. a los dientes, Arist.HA 516a26, τὸ δὲ γλυφὲν ἅρμα ... ὑπὸ Λυγκείου βλέμματος ἐγλύφετο el carro grabado ... fue tallado por una vista lincea Posidipp.Epigr.l.c., cf. Hsch.s.u. γλυφίδες
ref. a paredes estar cubierto de relieves γεγλυμμένα χερουβιν LXX Ez.41.18, cf. LXX Ex.36.13, a techos ὁμαλῶς διῄρηνται καὶ γεγλύφανται Eust.Op.360.69
part. subst. τὰ ... γεγλυμένα (sic) inscripciones, grabados en una estela IKyzikos 2.47 (II d.C.).
2 escribir, anotar (en tablillas enceradas) τόκους AP 11.289 (Pall.).
3 raspar, arañar ἐψηλάφα, ἔτιλλεν, ἔγλυφεν Hp.Epid.3.17.15, cf. Hsch.
4 en v. med.-pas. cascarse ἕως γλυφῆναι τὰ ᾠά Antig.Mir.97, ὅπως λακήσῃ τοὺς καλάμους γεγλ[υμ] μένους SB 10241 re.12 (I d.C.).
II en v. med. hacer tallar, hacer grabar ἀπ' εὐώδους γλύψατ' ἄγαλμα κέδρου Theoc.Ep.8.4, γλυψάμενος δ' εἰκόνα τῆς πράξεως ἐν σφραγῖδι Plu.2.806d.

• Etimología: De *gleubh-/*glubh- y rel. c. aaa. klioban ‘horadar’, lat. glūbo. Cf. tb. γλαφυρός.

Greek Monolingual

(AM γλύφω)
1. λαξεύω με γλύφανο σκληρή ύλη, σκαλίζω
2. χαράσσω διακοσμητικές παραστάσεις σε σκληρή ύλη
αρχ.
Ι. καταγράφω («γλύφων τόκους» — για τον τοκογλύφο που καταγράφει λεπτομερώς τί του χρωστάνε)
II. γλύφομαι
1. βάζω κάποιον άλλο να κάνει γλυπτή παράσταση
2. (για αβγά) εκκολάπτομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται σε IE gleubh- «κόβω, χαράζω, σμιλεύω» (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. klioban «σκάβω», λατ. glūbō), μπορεί δε να συσχετιστεί με το γλαφυρός.

Greek Monotonic

γλύφω: [ῠ], μέλ. γλύψω, αόρ. αʹ ἔγλυψα — Παθ., αορ. αʹ μτχ. γλυφθέν, αορ. βʹ γλυφέν [ῠ], παρακ. γέγλυμμαι (συγγενές προς το γλάφω),
I. σκαλίζω, χαράσσω με μαχαίρι, σε Αριστοφ.· γλύφω σφρηγῖδας, τις εγχαράσσω, τις εντυπώνω, σε Ηρόδ.· λέγεται για γλύπτες, στον ίδ.
II. σημειώνω, γράφω (πάνω σε αναθηματικές, κέρινες πλάκες), γλύφω τόκους, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γλύφω: (ῠ) (fut. γλύψω, pass.: aor. 1 ἐγλύφθην, aor. 2 ἐγλύφην, pf. γέγλυμμαι и ἔγλυμμαι)
1) выдалбливать, делать полым (ναῦς Arph.);
2) вырезывать, гравировать (σφρηγῖδας Her.; δακτυλίους Plat.; ἐν ἀμεθύστῳ γεγλυμμένος Anth.): ἀδύνατος γλύφεσθαι Arst. не поддающийся гравировке; γλύψασθαι εἰκόνα ἐν σφραγῖδι Plut. заказать выгравировать изображение на печати;
3) (на вощеных дощечках) тщательно записывать (τόκους Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλύφω krassen, graveren, inkerven:; γ. ἐν δακτυλίῳ... εἰκόνα τῆς πράξεως in een ring een afbeelding van zijn succes laten graveren Plut. Sull. 3.8; uitsnijden:; ναῦς ἔγλυφεν hij maakte boten van houtsnijwerk Aristoph. Nub. 879; ὁ γεγλυμμένος σιληνός de sileen in houtsnijwerk Plat. Smp. 216d; geneesk. krabben. Hp. Epid. 3.3.