ἐλεέω

Revision as of 21:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

impf.

   A ἠλέουν Apollod.Com.4.1: aor. ἠλέησα, Ep. ἐλέησα (v. infr.):—Pass., pf. ἠλέημαι Men.595.2: (ἔλεος):—to have pity on, show mercy to, ὁ δ' ἐρύσατο καί μ' ἐλέησεν Od.14.279; σύ μ' ἐλέησον S.Ph.501, cf. Eub.1 D., etc.; ἐλέησον αὐτῶν τὴν ὄπα Ar.Pax 400; ἐ. [τινα] ἐπὶ τοῖς ἀκουσίοις παθήμασι Antipho 1.27; τῆς τύχης τινά X. Eph.5.4:—Pass., Pl.Ap.34c, R.336e, Ax.368d; ἵνα . . ἧττον ὑφ' ὑμῶν ἐλεοίμην D.27.53; ἅμ' ἠλέηται καὶ τέθνηκεν ἡ χάρις Men.595.2, cf. 844.    2 abs.,feel pity, Ar.Ach.706.

German (Pape)

[Seite 794] bemitleiden, Mitleid haben; τινά, Od. 14, 279; Folgende; pass., ἐλεοῦμαι ὑπὸ σοῦ Plat. Rep. I, 337 a; καὶ οἰκτείρω Euthyd. 288 d; ἅμ' ἠλέηται καὶ τέθνηκεν ἡ χάρις Men. Zenob. 1, 81. – Sp. sagen τινά τινος, Einen wegen Etwas bemitleiden; τὸ ἐλεούμενον, das Mitleid Erregende, Plat. Ax. 368 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλεέω: παρατ. ἠλέουν Ἀπολλόδ. ἐν «Διαμαρτάνοντι» 1: μέλλ. -ήσω: ἀόρ. ἠλέησα: - Παθ., πρκμ. ἠλέημαι Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 472: (ἔλεος). Ὡς τὸ ἐλεαίρω, λυποῦμαί τινα, οἰκτίρω αὐτόν, αἰσθάνομαι ἔλεος, συμπάθειαν πρὸς αὐτόν, ὁ δ’ ἐρύσατο καὶ μ’ ἐλέησεν Ὀδ. Ξ. 279· οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., σύ μ’ ἐλέησον Σοφ. Φ. 501, πρβλ. 608· ἐλέησον αὐτῶν τὴν ὄπα Ἀριστοφ. Εἰρ. 400· ἐλ. τινα ἐπὶ τοῖς ἀκουσίοις Ἀντιφῶν 114. 17· ἐλ. τινά τινος, οἰκτίρειν τινὰ διά τι, μνημονεύεται ἐκ Ξεν. τοῦ Ἐφεσ.: - Παθ., ἵνα ὃ τι μάλιστα ἐλεηθείη Πλάτ. Ἀπολ. 34C, Πολ. 337Α· τὸ ἐλεούμενον, τὸ ἀντικείμενον ἐλέους, ὁ αὐτ. Ἀξ. 368SD· ἵνα... ἧττον ὑφ’ ὑμῶν ἐλεοίμην Δημ. 830. 12. 2) ἀπολ., αἰσθάνομαι οἶκτον, λύπην, ὥστ’ ἐγὼ μὲν ἠλέησα κτλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 706.

French (Bailly abrégé)

ἐλεῶ;
impf. ἠλέουν, f. ἐλεήσω, ao. ἠλέησα, pf. inus. ; pf. Pass. ἠλέημαι;
s’apitoyer, avoir pitié : τινα de qqn ; Pass. ἐλεεῖσθαι ὑπό τινος PLAT exciter la pitié de qqn.
Étymologie: ἔλεος.

English (Autenrieth)

fut. ἐλεήσει, aor. ἐλέησε: pity, have compassion or pity upon; τινά, also τὶ, Il. 6.94; w. part., Il. 15.44, Il. 17.346, Od. 5.336.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. sin aum. ἐλέησα Od.14.279, h.Bacch.53]
1 c. ac. de pers. y asim. y frec. rég. causal sentir lástima, compadecerse de ἀστυ τε καὶ Τρώων ἀλόχους καὶ τέκνα Il.6.94, μ' Od.l.c., κυβερνήτην h.Bacch.l.c., cf. S.Ph.501, Eub.22.3, Eu.Matt.15.22, τοὺς ὑπὲρ τῆς πατρίδος ... τετελευτηκότας D.58.69, ἐλέησον με ... ὅτι ἀσθηνής εἰμι LXX Ps.6.3, γυναῖκα δυστυχῆ Charito 6.5.6, πένητα Ph.Fr.Ex.2.10, c. expr. de la causa en part. pred. del compl. τὼ δὲ πεσόντ' ἐλέησεν Il.5.561, Ὀδυσῆ' ... ἄλγε' ἔχοντα Od.5.336, τὸ παιδίον ἄλουτον ὄν Ar.Lys.880, τὸν πατέρα γέροντα ὄντα Lys.20.35, c. constr. prep. αὐτοὺς ὑπὲρ τοῦ μεγέθους τοῦ κινδύνου Lys.2.40, διὰ τὸν πατέρα ἐλεεῖν αὐτὸν Lys.14.17, μ' ἐπὶ τῇ πενίᾳ Arr.Epict.4.6.22, c. gen. τῆς τύχης αὐτὴν ἠλέει se compadecía de ella por su suerte X.Eph.5.4.7, τὴν πόλιν ... τῆς συμφορᾶς Anon.V.Thecl.19.9, abs. Il.9.172, X.Mem.2.6.21.
2 c. ac. de abstr. compadecerse de, conmoverse ante παιδὸς φωνήν Ar.V.572, αὐτῶν τὴν ὄπα Ar.Pax 400, τὴν ἀπειρίαν καὶ ἀπαιδευσίαν Pl.Hp.Ma.293d, ὃ οἱ ἀκούοντες φοβοῦνται μᾶλλον ἢ ἐλεοῦσιν Arist.Rh.1375a8, τὰ ἀτυχήματα τῶν ... ἀνθρώπων D.Chr.13.20, ἡμῶν τὸ ἀσθενές Basil.M.29.321A, τὴν συμφοράν Chrys.M.50.734, c. compl. de causa ἐλεεῖν ἐπὶ τοῖς ἀκουσίοις παθήμασι Antipho 1.27.
3 c. part. concert. del suj. sentir pena, apiadarse τοὺς δ' ἰδοῦσ' ἐλέησε θεὰ λευκώλενος Ἥρη Il.8.350, cf. 6.484, 15.12, Ζεὺς δ' ἰδὼν ἐλέησε Cypr.1, ἠλέησα ... ἰδὼν ἄνδρα πρεσβύτην Ar.Ach.706, cf. Isoc.4.168, ταῦτα Ῥωμαῖοι μὲν ἀκούοντες ἠλέησαν I.BI 5.572, c. part. y dat. de causa τὰ[ν] εἰσιδὼν ... Ζεὺς ἐλέησεν ἀνακέστ[οις] ἄχεσιν B.Fr.20D.9.
4 en v. pas. ser objeto de compasión, ser compadecido παιδία τε αὑτοῦ ἀναβιβασάμενος ἵνα ὅτι μάλιστα ἐλεηθείη Pl.Ap.34c, cf. R.336e, D.27.53, ἅμ' ἠλέηται καὶ τέθνηκεν ἡ χάρις en cuanto se apiadan de uno muere la gratitud Men.Fr.702.1, ψυχὴ ἀσεβοῦς οὐκ ἐλεηθήσεται ὑπ' οὐδενὸς τῶν ἀνθρώπων LXX Pr.21.10, εἰ γὰρ πατρίδος τις ἐκβεβλημένος ὑπὸ πάντων ἐλεεῖται Chrys.M.63.859, cf. Basil.Ep.204.4, c. rég. causal διὰ τὸ μέγεθος τῆς συμφορᾶς D.S.11.57, τῇ τούτων ἀπειθείᾳ Ep.Rom.11.30.

• Etimología: v. ἔλεος, -ους, τό.

English (Strong)

from ἔλεος; to compassionate (by word or deed, specially, by divine grace): have compassion (pity on), have (obtain, receive, shew) mercy (on).

Greek Monotonic

ἐλεέω: παρατ. ἠλέουν, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἠλέησα (ἔλεος
1. όπως το ἐλεαίρω· λυπάμαι κάποιον, τον οικτίρω, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ., Αττ. — Παθ., συμπονούμαι, οικτίρομαι, δέχομαι οίκτο ή έλεος, σε Πλάτ.
2. απόλ., αισθάνομαι οίκτο, λύπη, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐλεέω: (aor. ἠλέησα; pf. pass. ἠλέημαι) иметь сострадание, сочувствовать, жалеть (τινα Hom., Arst.; σύ μ᾽ ἐλέησον Soph.): τὸ δήμου ἐλεούμενον Plat. то, что внушает народу чувство сострадания; τοιαῦτα δὲ ὑφ᾽ ὑμῶν ἐλεούμεθα ирон. Plut. так вот оно, ваше сострадание к нам.

Middle Liddell

ἔλεος like ἐλεαίρω
1. to have pity on, shew mercy upon, c. acc., Od., attic:—Pass. to be pitied, have pity or mercy shewn one, Plat.
2. absol. to feel pity, Ar.